Συγκινητικός όταν πεθαίνει, ανησυχητικός όταν διαταράσσει την δημόσια τάξη, ο ξένος προσελκύει τον θεατή. Στη Γαλλία, όπως και στις Η.Π.Α., η διαπραγμάτευση της μετανάστευσης επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στα ανθρωπιστικά ζητήματα και στα ζητήματα ασφαλείας ακολουθώντας σε γενικές γραμμές τις απαιτήσεις που θέτει το πολιτικό ημερολόγιο. «Συνηθίζουμε να μιλάμε για μετανάστες υπό το πρίσμα του αστυνομικού δελτίου ή της μιζέριας απεικονίζοντάς τους άλλοτε ως βίαιους, άλλοτε ως θύματα» (1), διαπίστωνε το 1998 ο δημοσιογράφος της «Le Monde», Ρομπέρ Σολέ. Είκοσι επτά χρόνια μετά, η διαπίστωση αυτή διατηρεί ακέραιη την εγκυρότητά της και βέβαια δεν αφορά μόνο τη Γαλλία. Η μετανάστευση καταλαμβάνει στη δημόσια συζήτηση όλο και περισσότερο χώρο στο βαθμό που αποτελεί μείζον κοινωνικό ζήτημα. Σύμφωνα με τον Ύπατο Αρμοστή του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες, το 2014, τρεις χιλιάδες τετρακόσιοι μετανάστες πνίγηκαν στην προσπάθεια τους να περάσουν τη Μεσόγειο για να βρεθούν στην Ευρώπη. Στη Γαλλία, όπου το ποσοστό των ξένων δεν ξεπερνά το 6% του πληθυσμού, το Εθνικό Μέτωπο παίζει με το φόβο της ξενικής εισβολής για να κερδίζει ακροατήριο στις τοπικές ή εθνικές εκλογικές αναμετρήσεις. Στις Η.Π.Α., πάνω από 60.000 ασυνόδευτα παιδιά συνελήφθησαν το 2014, στα σύνορα με το Μεξικό, την ώρα που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη βία των συμμοριών της Κεντρικής Αμερικής προκειμένου να δοκιμάσουν την τύχη τους στο Βορρά. Η απάντηση του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα ήταν να ενισχύσει τους συνοριακούς ελέγχους, γεγονός που δείχνει πως η αντίθεσή του με τους Ρεπουμπλικάνους σε αυτό το σημείο δεν είναι τόσο σημαντική. Σχολιάζοντας την απόφασή του προέδρου, τα ΜΜΕ επικεντρώθηκαν στον ανθρώπινο πόνο και στην αστυνομική καταστολή, χωρίς να αναρωτηθούν για τους λόγους της μετανάστευσης. Όμως το μεταναστευτικό φαινόμενο μας προσκαλεί περισσότερο παρά ποτέ σε μια μεγάλη δημόσια συζήτηση, που μπορεί να καταλήξει στη συνέχεια σε μια προσαρμοσμένη πολιτική. Ενδιαφέρει, λοιπόν, να εντοπίσουμε κατ’ αρχήν τα τυφλά σημεία στον τρόπο που κουβεντιάζουμε για τη μετανάστευση. Γι’ αυτό το λόγο έχουμε προχωρήσει σε μια συστηματική ανάλυση είκοσι δύο από τα κύρια γαλλικά και αμερικανικά ΜΜΕ επιχειρώντας να διακρίνουμε διαφορετικές οπτικές προσέγγισης. Οι συζητήσεις για το θέμα εξελιχτήκαν πολύ στη διάρκεια των σαράντα τελευταίων χρόνων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στις Η.Π.Α., τα συνδικάτα και οι ρεπουμπλικάνοι που κατείχαν την εξουσία, συνέπεσαν στις απόψεις τους για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης. Ο βετεράνος πεζοναύτης Λέοναρντ Τσάπμαν- που τοποθετήθηκε από τον πρόεδρο Νίξον επικεφαλής της αμερικανικής υπηρεσίας για τη μετανάστευση και την πολιτογράφηση (σήμερα η υπηρεσία έχει ενσωματωθεί στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης)- δεν έκρυβε τους φόβους του για τους κινδύνους της «εισβολής». Η Αμερικανική Ομοσπονδία Εργασίας- Ένωση Βιομηχανικών Οργανώσεων, η κυριότερη συνδικαλιστική συνομοσπονδία έκρινε τότε πως το μεξικάνικο εργατικό δυναμικό συνιστούσε απειλή για τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας των Αμερικάνων. Ο Σέζαρ Τσάβεζ, ο φημισμένος συνδικαλιστής της Καλιφόρνιας, επέβαλε όρους, ώστε οι εργάτες γης που έρχονται από την άλλη πλευρά των συνόρων να μην καταφέρνουν να σπάνε τις απεργίες. Στο πρωτοσέλιδο των «Los Angeles Times» της 3ης Ιουλίου 1975 διαβάζουμε: «σύμφωνα με τους αναλυτές, η εργοδοσία προτιμά ένα εργατικό δυναμικό που μπορείς εύκολα να το εκμεταλλευτείς με μεροκάματα πείνας». Στις επόμενες δεκαετίες, οι οικονομικές πιέσεις στους αμερικάνους εργαζόμενους πολλαπλασιάστηκαν. Η ιδέα πάντως πως οι μετανάστες αρπάζουν τις δουλειές των αμερικάνων και σπρώχνουν τα μεροκάματα προς τα κάτω δε σταμάτησε να χάνει έδαφος. Τo 1974 και το 1975, η ιδέα αυτή καταγράφεται στο 47% των πάσης φύσεως δημοσιευμάτων των ΜΜΕ για να πέσει μόλις στο 8% την περίοδο 2002-2006. (2). Ο οικονομολόγος και χρονικογράφος των «New York Times» Πωλ Κρούγκμαν, είναι ένας από τους ελάχιστους αναλυτές που λαμβάνει υπόψη του αυτό το δεδομένο. (3). Η εξέλιξη αυτή απηχεί την αναδιαμόρφωση του πολιτικού τοπίου στις δεκαετίες 1970 και 1980. Επιχειρώντας να ενδυναμώσουν τη συνδικαλιστική στράτευση, πολυάριθμα συνδικάτα αναθεωρούν προηγούμενες απόψεις τους σχετικά με την παράνομη μετανάστευση. Σε αυτή την κατεύθυνση ενισχύονται από οργανώσεις που φτιάχτηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και που τις επόμενες δύο δεκαετίες ισχυροποιούν τη θέση τους. Ενδεικτικά ας αναφέρουμε το Εθνικό Συμβούλιο της Λα Ράθα ή το Αμερικάνικο-μεξικάνικο Ταμείο Νόμιμης Άμυνας και Εκπαίδευσης. Αυτές οι οργανώσεις καταγγέλλουν τις πολυάριθμες διακρίσεις που υφίστανται οι Λατίνος και οι Ασιάτες που έχουν εγκατασταθεί στις Η.Π.Α. Παράπλευρη συνέπεια της αναγκαίας αυτής δράσης υπήρξε το να λιγοστέψουν οι αναφορές στα ΜΜΕ στους οικονομικούς λόγους της μετανάστευσης και στο τι σημαίνουν οι χαμηλοί μισθοί των ξένων και να αντικατασταθούν από θέματα σχετικά με την ξενοφοβία. Στη Γαλλία τα θέματα αυτά αναδύονται ήδη από την δεκαετία του 1970 για να κερδίσουν έδαφος στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Ο ρατσισμός σε βάρος των ξένων εργαζομένων καταγράφεται στο 46% των ρεπορτάζ- ποσοστό που πέφτει στο 25% για την περίοδο 2002-2006. Η αυξημένη αναφορά στο ρατσισμό συνοδεύεται από την εκτεταμένη αναφορά στο θέμα της πολιτισμικής διαφορετικότητας. Το 50% των άρθρων της «Libération» το 1983 κάνουν αναφορά στο συγκεκριμένο θέμα. «Στη Γαλλία πρέπει να μάθουμε να ζούμε σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία», αναφερόταν σε ένα κύριο άρθρο της εφημερίδας (4). Σε συνέχεια της εκτόξευσης του Εθνικού Μετώπου στις εθνικές εκλογές της Ντρε το 1983 και ως απάντηση στην αντιμεταναστευτική επίθεση που εξαπολύει ο δεξιός Τύπος, οι εφημερίδες που είναι κοντά στο Σοσιαλιστικό Κόμμα αλλάζουν τη στόχευσή τους και περνούν από το θέμα της πολιτισμικής διαφορετικότητας σε αυτό της «ενσωμάτωσης» των νεοφερμένων στην «εθνική κοινότητα». «Είχαμε ανάγκη να δημιουργήσουμε μια στέρεα βάση για να αντιμετωπίσουμε το Εθνικό Μέτωπο και να δείξουμε πως η υπεράσπιση των μεταναστών αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα γαλλικής δημοκρατικής παράδοσης», διευκρίνιζε ο τότε αρχισυντάκτης της «Libération» Λωράν Ζοφρέν. «Καταλήξαμε πως η προβληματική για την “ισότητα των δικαιωμάτων” ήταν περισσότερο πρόσφορη σε σχέση με τη συζήτηση για το “δικαίωμα στη διαφορετικότητα”» (5). Οι συνέπειες αυτής της στροφής ήταν άμεσες και εξακολουθούν να γίνονται αισθητές εικοσιπέντε χρόνια μετά: από το 2002 μέχρι και το 2006 σε όλα τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης, η θεματική της «ενσωμάτωσης» αντικαθιστά αυτή της «πολιτισμικής διαφορετικότητας». (20% έναντι 8%), ενώ η «εθνική συνοχή» εμφανίζεται στο 42% των άρθρων των εφημερίδων. Στις Η.Π.Α., το αντίστοιχο ποσοστό είναι τρεις φορές μικρότερο: σε μια χώρα που δομείται από μια οικονομία της αγοράς όλο και πιο κατακερματισμένη, το ζήτημα της «εθνικής συνοχής» ενδιαφέρει ελάχιστα τις πολιτικές ελίτ και ένα τμήμα των εκλογέων της. Η δημοκρατική αριστερά παρουσιάζεται περισσότερο ευαίσθητη απέναντι στις διεκδικήσεις των εθνικών κοινοτήτων, ενώ η ρεπουμπλικάνικη δεξιά βρίσκεται διχασμένη ανάμεσα στους οικονομικούς υποστηριχτές της μετανάστευσης (αρκετές επιχειρήσεις τάσσονται υπέρ της ελεύθερης μετανάστευσης) και ψηφοφόρους που δεν κρύβουν την εχθρότητά τους απέναντι στους μετανάστες. Οι πολιτικές ελίτ επιλέγουν επομένως να κουβεντιάσουν με διαφορετικούς όρους. Στη Γαλλία, αντίθετα, η ύπαρξη ενός κράτους-πρόνοιας σχετικά ισχυρού επιτρέπει στον όρο «εθνική κοινότητα» να διατηρήσει το περιεχόμενό του. Στο βαθμό που η κοινωνική προστασία συρρικνώνεται, τα μέσα ενημέρωσης στρέφονται προς την πολιτισμική συνοχή για να καλύψουν το κενό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το θέμα αυτό προτάχθηκε από το Εθνικό Μέτωπο και από εφημερίδες όπως η «Le Figaro» και «Le Figaro Magazine». Όμως αναλογικά σε σχέση με το σύνολο των άρθρων που αφορούν τη μετανάστευση, η συγκεκριμένη προβληματική παρέμεινε μειοψηφική. Στη συνέχεια τα κυβερνητικά κόμματα υιοθέτησαν το λόγο περί πολιτισμικής συνοχής και ο ρατσισμός και οι διακρίσεις πέρασαν σε δεύτερο πλάνο. Η άνοδος του Εθνικού Μετώπου δεν ανακόπηκε και οι μετανάστες και οι απόγονοι τους, κυρίως μαύροι και άραβες, συνεχίζουν να υφίστανται διακρίσεις, αν και οι δημοσιογράφοι μιλούν πολύ λιγότερο γι’ αυτά συγκριτικά με τριάντα χρόνια πριν. Αφήνοντας παράμερα τα θέματα της οικονομίας και του ρατσισμού, τα αμερικάνικα και γαλλικά μέσα ενημέρωσης επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στο θέμα της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας από τη μια μεριά (στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, 62% των ρεπορτάζ στις Η.Π.Α. και 45% στη Γαλλία) και στο «ανθρωπιστικό» ζήτημα από την άλλη (για την ίδια περίοδο 64% στις Η.Π.Α. και 73% στη Γαλλία). Θεαματικά, απλά και ιδιαίτερα τηλεοπτικά αυτά τα θέματα παρουσιάζουν το πλεονέκτημα ότι συμβαδίζουν με το ενδιαφέρον σωματείων και κρατικών οργανισμών είτε είναι εχθρικά είτε φιλικά προς τους μετανάστες. Ικανοποιούν επομένως ένα αίτημα τόσο πολιτικό, όσο και εμπορικό. Η απαξίωση της παράνομης μετανάστευσης, συνιστά για μια εφημερίδα ή για ένα τηλεοπτικό κανάλι, μια πετυχημένη εμπορική συνταγή, καθώς όπως το επισημαίνει ο κοινωνιολόγος Τοντ Κίγκλινκ «το αρχέτυπο μιας μηντιακής ιστορίας είναι η ιστορία ενός εγκλήματος» (6). Το θέμα της δημόσιας τάξης περνάει από ερμηνείες αλλά και από χρήσεις εικόνων που κατορθώνουν να σοκάρουν: ταραχές, αστυνομία, συνοριακά φυλάκια, όπλα, θεαματικές καταδιώξεις και συλλήψεις. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που επανέρχεται διαρκώς και πρέπει να λάβει υπόψη της η ανάλυση. Οι γάλλοι δημοσιογράφοι και ακόμα περισσότερο οι αμερικάνοι συλλέγουν τις πληροφορίες τους από επίσημες πηγές: υπουργεία, δημαρχίες, δημόσια διοίκηση, αστυνομία κλπ. Οι οπτικές τους συγκλίνουν επομένως με αυτές των εκπροσώπων του κράτους και των πολιτικών ελίτ. Στο βαθμό που οι κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται τη μετανάστευση με όρους απειλής για τη δημόσια τάξη, οι δημοσιογράφοι ωθούνται να κάνουν το ίδιο. Μπορούμε να καταγράψουμε σημαντικές παραλλαγές στην πολιτική επικαιρότητα το 2002, στον απόηχο των χτυπημάτων της 11ης Σεπτέμβρη, τη στιγμή που ρεπουμπλικάνοι και δημοκρατικοί δεν είχαν άλλη λέξη στο στόμα τους από τη λέξη «ασφάλεια» και η δημόσια τάξη εμφανιζόταν στο 64% των άρθρων. Το ποσοστό αυτό έπεσε στο 53% (περίπου ο ίδιος αριθμός με αυτόν της χρονιάς του 1994) προτού ξανανέβει στο 62% το 2005, τη στιγμή της ψήφισης του νόμου ΗR 4437 που ποινικοποιούσε τους παράνομους μετανάστες. Στη Γαλλία, η θεματική της δημόσιας τάξης εμφανίζεται στην αρχή της δεκαετίας του 1980 παράλληλα με την αφήγηση για την «κρίση των προαστίων» και φτάνει στο απόγειο της στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν τα δύο μεγάλα κόμματα την οικειοποιούνται. Το 1991, η σοσιαλίστρια πρωθυπουργός Εντίτ Κρεσόν μιλούσε για παράδειγμα για ναύλωση αεροπλάνων προκειμένου να απελαθούν παράνομοι μετανάστες. Στη δεκαετία του 2000, στο βαθμό που οι διαδοχικές κυβερνήσεις επικεντρώνονται στην ένταξη και στην εθνική συνοχή, οι εμμονές με το θέμα της ασφάλειας λιγοστεύουν σημαντικά. Δίψα για φορτισμένες ιστορίες Η ανθρωπιστική προσέγγιση σταδιακά γενικεύτηκε και από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού αποτελώντας αντικείμενο υπεράσπισης πολλών ενώσεων και σωματείων: Η France terre d’asile, η Cimade (7), η Λίγκα για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή ακόμα η Διεθνής Αμνηστία, στη Γαλλία. Η La Raza, η Le Maldef, η «Ιmmigrants Rights Project de l’ American Civil Liberties Union» (ACLU) και το National Immigration Forum στις Η.Π.Α. Ενώ οι γαλλικές ενώσεις συντηρούνται κυρίως από κρατικές επιχορηγήσεις και συνδρομές των μελών τους, οι αντίστοιχες αμερικανικές χρηματοδοτούνται από μια ετερόκλιτη συμμαχία που συσπειρώνει μικρούς χορηγούς συνδεδεμένους με τα ανθρώπινα δικαιώματα, την Καθολική Εκκλησία και πανίσχυρα ιδρύματα. (Ford, Carnegie, MacArthur) καθώς και τράπεζες, κατασκευαστικές εταιρείες και μια σειρά από πολυεθνικές που έχουν κάθε συμφέρον να συντηρούν μια δεξαμενή εργατικού δυναμικού χαμηλού κόστους. Όπως και το θέμα της δημόσιας τάξης, η ανθρωπιστική προσέγγιση προσελκύει ένα σημαντικό ακροατήριο, καθώς στις Η.Π.Α. αντιστοιχεί και σε μια αφηγηματική ρητορεία προσωπικού χαρακτήρα που έχει ιδιαίτερη πέραση στα μέσα ενημέρωσης. Η καλή χρήση αυτής της ρητορείας μπορεί να αποδώσει με ενάργεια την μεταναστευτική εμπειρία και να ευαισθητοποιήσει τους αναγνώστες-θεατές εξοικειώνοντάς τους με κοινωνικά περιβάλλοντα που τους είναι άγνωστα. Χωρίς αμφιβολία, το πιο γνωστό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι αυτό του «Enrique’ s Journey» (Το ταξίδι του Ενρίκε) ρεπορτάζ σε έξι επεισόδια που δημοσιεύτηκε το 2002 στους «Los Angeles Times» και που απέφερε στη Σόνια Ναζάριο το βραβείο Πούλιτζερ. Η δημοσιογράφος ξετύλιγε την ιστορία ενός νέου από την Κεντρική Αμερική που φεύγει σε αναζήτηση της μητέρας του, η οποία εγκατέλειψε τα πεινασμένα παιδιά της για να βρει μια δουλειά που θα της επιτρέψει να τους στέλνει χρήματα και να τους προσφέρει μια καλύτερη ζωή. Για να παρουσιάσει αυτή την εμπειρία η Ναζάριο ακολούθησε τα ίχνη του Ενρίκε από την Ονδούρα μέχρι την Βόρεια Καρολίνα φτάνοντας μέχρι και να σκαρφαλώνει στην οροφή των τρένων, όπως το έκανε και ο ίδιος ο Ενρίκε στο Μεξικό. Το ρεπορτάζ ολοκληρώνεται με τραγικό τρόπο. Έχοντας δοκιμάσει την οδύνη από την αναχώρηση της μητέρας του, ο Ενρίκε αναγκάζεται να επιφυλάξει στην κόρη του την ίδια εμπειρία: «Λίγο καιρό μετά την άφιξή του στις Η.Π.Α., ο Ενρίκε τηλεφωνεί στην Ονδούρα (στη φίλη του). Όπως φοβόντουσαν πριν από την αναχώρησή του, η Μαρία-Ισαβέλλα ήταν έγκυος. Στις 2 Νοεμβρίου 2000, φέρνει στον κόσμο ένα μικρό κοριτσάκι, την Κάθριν-Τζάσμιν. Το μωρό μοιάζει στον Ενρίκε. Έχει το στόμα του, τη μύτη του, τα μάτια του. Μία θεία ενθαρρύνει τη Μαρία-Ισαβέλλα να μεταβεί στις Η.Π.Α., δίνοντας της την υπόσχεση ότι θα φροντίζει το μωρό. ‘’Εάν μπορέσω, θα πάω, λέει η Μαρία-Ισαβέλλα, θα πάω και χωρίς την κόρη μου”. Ο Ενρίκε συμφωνεί: ‘’ Θα χρειαστεί να αποχωριστούμε το μωρό”». To βιβλίο που προέκυψε από αυτό το ρεπορτάζ (8) δέχεται βροχή εγκωμιαστικών σχολίων. Το περιοδικό «Entertainement weekly» εκτιμά για παράδειγμα ότι το «εντυπωσιακό ρεπορτάζ της Ναζάριο μετατρέπει την πολεμική γύρω από τη μετανάστευση σε μια ιστορία περισσότερο προσωπική, παρά πολιτική» (22 Φεβρουαρίου 2006). Όσο γοητευτική και αν είναι αυτή η προσέγγιση, όμως, δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε τις βασικές αφετηρίες του μεταναστευτικού φαινομένου. Ασφαλώς και ο αναγνώστης συμπάσχει μέσα από τις κατατοπιστικές λεπτομέρειες με τις δοκιμασίες που αντιμετωπίζει ο Ενρίκε. Αλλά αγνοεί πως φτάσαμε εδώ πέρα, αν ο Ενρίκε θα μπορούσε να αποφύγει αυτή την πορεία. Πέρα από τις δυσκολίες των μεταναστών, η δημοσιογραφία θα έπρεπε να αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο η παγκόσμια οικονομική οργάνωση καθώς και η εξωτερική, εμπορική και κοινωνική πολιτική των δυτικών χωρών, όπως οι Η.Π.Α. και η Γαλλία, ευνοούν τη μετανάστευση από το Νότο προς το Βορρά. Γιατί όπως αρέσκεται να επαναλαμβάνει ο γαλλο-αλγερινός κοινωνιολόγος Αμπντελμαλέκ Σαγιάντ, η μετανάστευση είναι πρώτα από όλα η απόφαση να εγκατάλειψεις της χώρα σου. Σε ότι αφορά τις Η.Π.Α., περισσότεροι από διακόσιες πενήντα χιλιάδες άνθρωποι χάθηκαν στη διάρκεια των συγκρούσεων στη Γουατεμάλα, στο Σαλβαδόρ και στη Νικαράγουα, δολοφονημένοι στην πραγματικότητα από αποσπάσματα θανάτου και από εκπαιδευμένες στρατιωτικές δυνάμεις που υποστηρίχθηκαν και εξοπλίστηκαν από τις Η.Π.Α. Το 1980 λιγότεροι από 100.000 μετανάστες είχαν φτάσει στις Η.Π.Α. από το Σαλβαδόρ. Δέκα χρόνια πολέμου και ταραχών ανέβασαν τον αριθμό στις 500.000 για να ξεπερνάει σήμερα το ένα εκατομμύριο. Η εμπορική πολιτική της Ουάσινγκτον συνέβαλε και αυτή στις μαζικές μεταναστευτικές αναχωρήσεις. Αντί να βελτιώνει τις συνθήκες ζωής και απασχόλησης των μεξικάνων εργαζόμενων, η Συμφωνία βορειοαμερικάνικων ελεύθερων συναλλαγών (NAFTA) που υπογράφηκε το 1993, επέτεινε τη φτώχια και την ανασφάλεια ωθώντας μαζικά, ειδικά στις αγροτικές περιοχές, στο πέρασμα από την άλλη μεριά των συνόρων. Οι αμερικάνικες επιχειρήσεις προετοίμασαν το έδαφος υποδοχής των φυγάδων. Οι τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών προσάρμοσαν τις εργασιακές τους συνθήκες προκειμένου να τους προτείνουν «ευέλικτες» δουλειές χαμηλής μίσθωσης με ελάχιστα προνόμια. Στους τομείς της κτηνοτροφίας, της υφαντουργίας, των κατασκευών, της σίτισης και των ξενοδοχειακών υπηρεσιών, οι αμερικάνοι υπάλληλοι βρέθηκαν συχνά αντιμέτωποι με απολύσεις προκειμένου να αντικατασταθούν από παράνομους μετανάστες με ελάχιστο εργατικό κόστος. Η ίδια συλλογιστική θα μπορούσε να προταθεί και για τη Γαλλία, αν και το δέλεαρ της εργασίας είναι λιγότερο ισχυρό, επειδή εδώ ισχύει μια νομοθεσία περισσότερο αυστηρή. Πολυάριθμοι μετανάστες με προέλευση το Μαγκρέμπ και την υποσαχάρεια Αφρική αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους λόγω των οικονομικών και πολιτικών δυσκολιών που σχετίζονται και με τις άνισες-ασύμμετρες σχέσεις που επιβάλλει η Γαλλία στις πρώην αποικίες της. «H βαθιά κοινωνική δυστυχία στην Αφρική επιτείνει τη μαζική έξοδο που δεν θα ανακόψει κανένα τείχος, ακόμα και αν αγγίξει τον ουρανό», εξηγεί ο Αρσέν Μπολουβί, τονγκολέζος ερευνητής της Διεθνούς Αμνηστίας. «Τα τερτίπια των πολυεθνικών, οι πωλήσεις των όπλων, ο έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πηγών, όλα ωθούν τους ανθρώπους με κίνδυνο της ζωής τους να αναζητούν τη φυγή, κυνηγημένοι από την πείνα και τον πόλεμο» (9). Η πολυπλοκότητα των διεθνών αιτίων των μεταναστευτικών ροών υπονομεύεται από τη διαπραγμάτευση του ζητήματος υπό τη μορφή προσωπικού μελοδράματος. Το να μιλάς για αυτό το ζήτημα συνεπάγεται ότι ανοίγεις έναν ευαίσθητο ιδεολογικό διάλογο, καθώς οι αιτίες παραπέμπουν στην ύπαρξη ενός οικονομικού και κοινωνικού συστήματος αδικιών και αδυναμιών που η πολιτική και μηντιακή τάξη αποδέχονται ως μια φυσική τάξη πραγμάτων. Από τις αρχές του 1970 μέχρι τα μέσα του 2000, ενώ η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κλιμακωνόταν και μια σειρά από συγκρούσεις υποδαυλιζόμενες από τις Η.Π.Α. ξεσπούσαν στην Κεντρική Αμερική σκορπίζοντας τον πόλεμο και το αίμα, το ποσοστό των ρεπορτάζ στο Τύπο που επικεντρωνόταν στο διεθνή χαρακτήρα των αιτίων πέρασε από το 30% στο 12%. Οι γαλλικές εφημερίδες διαφοροποιούνται, επικαλούμενες την διεθνή κατάσταση στο ένα τρίτο των άρθρων τους, ποσοστό που παραμένει σταθερό από το 1970 μέχρι το 2000. Η διαφοροποίηση αυτή εξηγείται κυρίως από την πολύ μεγάλη παρουσία ρευμάτων εχθρικών προς τη παγκοσμιοποίηση στους πολιτικούς και στους κύκλους διανοούμενων της Γαλλίας. Πολύ συχνά πάντως τα μέσα ενημέρωσης και των δύο χωρών δεν προσφέρουν παρά μια ελλιπή εικόνα του μεταναστευτικού ζητήματος, παρά την τακτική παρουσίαση του σε διάφορα αφιερώματα. Η προτεραιότητα που επιφυλάσσουν στην ατομική συγκινησιακή διάσταση αποδυναμώνει την ουσιαστική πολιτική ανάλυση. Και προετοιμάζει το έδαφος για τις απλουστευτικές «λύσεις» της άκρας δεξιάς.
- Robert Solé, (συνέντευξη της Jacqueline Costa-Lascoux), «Le journaliste et l’immigration», «Revue européenne des migrations internationales», vol. 4, n. 1-2, 1ο εξάμηνο
- Τα ποσοστά αυτά προκύπτουν από την ανάλυση άρθρων και θεμάτων αφιερωμένων στη μετανάστευση στα παρακάτω ΜΜΕ: «Le Monde», «Le Figaro», «Libération», TF1 και France2 στη Γαλλία. «The New York Times», «The Washington Post», «Los Angeles Times», ABC, CBS και NBS στις Η.Π.Α.
- Για παράδειγμα, Paul Krugman, «North of the Border», «The New York Times», 27 Μαρτίου
- «Une implosion statistique, une bombe dans l’imaginaire», «Libération», Παρίσι, 9 Σεπτεμβρίου
- Συζήτηση με τον συγγραφέα.
- Todd Gitlin, «The whole world is watching, Mass Media in the Making and unmaking of the New Left» University of California Press, Μπέρκλεϊ, 1980.
- (Σ.τ.Μ.): Ένωση αλληλεγγύης για μετανάστες που υπάρχει από το 1901
- Sonia’s Nazario, «Enrique’ s journey, The Story of a boy’ s dangerous odyssey to Reunite with his mother», Random House, Νέα Υόρκη, 2006
- Παρατίθεται στο Nicolas de la Casimère, «A Nantes, les carences de la France décriées», «Libération», 12 Ιουλίου
- Η δουλειά αποδελτίωσης που πραγματοποιήθηκε για την περίοδο 1973-2006 συνοδεύτηκε από μια ποιοτική ανάλυση για τις χρονιές 2006-2012. Τα συμπεράσματα αυτής της έρευνας επιβεβαιώθηκαν από πιο πρόσφατες μελέτες. Βλ. για παράδειγμα, Eric Bleich, Irene Bloenraad και Εls de Graaw, «Migrants, minorities and the Media», «Journal of Ethnic and Migration Studies», vol. 41, n. 6, Μπράιτον, 2015.
- Αυτός ο αριθμός προκύπτει από ένα δείγμα επτά εφημερίδων κάθε χώρας για την περίοδο 2002-2006.