el | fr | en | +
Accéder au menu

Ηνωμένο Βασίλειο: Το παρατεταμένο «καλοκαίρι της δυσαρέσκειας»

Μποϊκοτάζ των λογαριασμών ενέργειας, απεργία των ναυτεργατών και των ταχυδρομικών υπαλλήλων, απεργία στα εργοστάσια, στους σιδηροδρόμους και στο Εθνικό Σύστημα Υγείας: στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι κοινωνικές αντιπαραθέσεις έχουν επανέλθει και δεν σταματούν να εντείνονται, ενώ η χώρα βυθίζεται σε οικονομικοπολιτική κρίση.

Από το καλοκαίρι, το Ηνωμένο Βασίλειο σαρώνεται από ένα πρωτοφανές κύμα απεργιών. Οι μισθωτοί διεκδικούν πάνω απ’ όλα αυξήσεις, αφού ο πληθωρισμός άγγιξε το 10,1% τον Ιούλιο, και ξανά τον Σεπτέμβριο –ένα επίπεδο που είχε να εμφανιστεί από το 1982. Στις αποβάθρες του Φελιξστόου και του Λίβερπουλ, στους σιδηροδρόμους, στα ταχυδρομεία, στις δημόσιες συγκοινωνίες των μεγάλων πόλεων και στη βιομηχανία συγκεκριμένα, τα συνδικάτα συζήτησαν με τα μέλη τους και έλαβαν πολύ μεγάλες πλειοψηφίες υπέρ της διακοπής των εργασιών. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις οι παραχωρήσεις κερδήθηκαν γρήγορα (και μόνο με την απειλή ανάληψης δράσης στην περίπτωση του βιομηχανικού τομέα), οι απεργίες στις δημόσιες συγκοινωνίες είχαν μεγάλη διάρκεια, και ακόμη μεγαλύτερη είχαν εκείνες στα λιμάνια και στους σιδηροδρόμους.

Μετά από πολλές δεκαετίες παθητικότητας, αυτή η επιστροφή των μαχητικών κοινωνικών αντιπαραθέσεων θέτει επίσης τέλος σε μια εκτεταμένη περίοδο που σηματοδοτήθηκε από την πρωτοκαθεδρία των επονομαζόμενων «καταστατικών» διακυβευμάτων, η οποία είχε εξασφαλίσει την κυριαρχία του Συντηρητικού Κόμματος. Δεν συνοδεύεται όμως από σύσφιξη των δεσμών μεταξύ του Εργατικού Κόμματος (Labour) και των συνδικάτων –κάθε άλλο μάλιστα. Ο βρετανικός Τύπος πολύ σύντομα μίλησε για «καλοκαίρι της δυσαρέσκειας», μια αναφορά στον «χειμώνα της δυσαρέσκειας» του 1978-1979, όπου πολλαπλές απεργίες είχαν διαρρήξει την πολιτική λιτότητας της κυβέρνησης των Εργατικών του Τζέιμς Κάλαχαν.

Εντούτοις, οι κινητοποιήσεις του καλοκαιριού του 2022 θυμίζουν πολύ περισσότερο το «ένδοξο καλοκαίρι» του 1972 (1) : η εναντίωση στον καθορισμό ανώτατου ορίου στις μισθολογικές αυξήσεις από τη συντηρητική κυβέρνηση του Έντουαρντ Χιθ είχε προκαλέσει απεργίες στους κλάδους των ορυχείων, των σιδηροδρόμων και της φορτοεκφόρτωσης στα λιμάνια, μέχρι και της οικοδομής, χωρίς να εξαιρείται η βιομηχανία. Στο μεταξύ, η βρετανική οικονομία αντιμετώπιζε, από τη δεκαετία του 1960, τα πρώτα στάδια μιας αποβιομηχάνισης που επρόκειτο να διογκωθεί εξαιτίας των νομισματικών κρίσεων και των υφέσεων. Οι αντιπαραθέσεις στον ιδιωτικό τομέα μειώνονται από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και έπειτα. Ο «χειμώνας της δυσαρέσκειας» αποτελεί κατά κάποιον τρόπο μια αλλαγή σκυτάλης, καθώς τις απεργίες των εργαζομένων στη Φορντ και των οδηγών φορτηγών διαδέχεται εκείνη των δημοσίων υπαλλήλων. Οι συντηρητικοί που κυβερνούν από το 1979 έως το 1997 συνθλίβουν τα ιστορικά προπύργια: τα μαχητικά συνδικάτα των εργαζομένων στα ορυχεία και στα τυπογραφεία αδρανοποιούνται μετά από σκληρές συγκρούσεις στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ενώ οι επιχειρήσεις ενέργειας και επικοινωνιών ιδιωτικοποιούνται κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας. Έτσι, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, η εκπαίδευση και η υγεία κατέληξαν να συγκροτήσουν το κέντρο βάρους της κοινωνικής αντιπαράθεσης.

Το τωρινό απεργιακό κύμα γίνεται ακόμα πιο αξιοπρόσεκτο δεδομένου ότι η αντι-συνδικαλιστική νομοθεσία (που θεσπίστηκε από τη Μάργκαρετ Θάτσερ και τον Τζον Μέιτζορ, διατηρήθηκε από τους Εργατικούς και στη συνέχεια ενισχύθηκε περαιτέρω από τους συντηρητικούς μετά το 2010) παρεμποδίζει την καταφυγή σε δράση: εξαιρεί τον αποκλεισμό των χώρων εργασίας, τις απεργίες αλληλεγγύης ή τις διεκδικήσεις γενικότερων αιτημάτων (όπως την υπεράσπιση των συνταξιοδοτικών κεκτημένων). Η παραβίασή της εκθέτει τους υπαλλήλους σε απολύσεις και τα συνδικάτα σε διώξεις. Ούτε ατομικό δικαίωμα ούτε καν ρυθμιζόμενη συλλογική πρακτική, η απεργία γίνεται μια δράση της οποίας την οργάνωση και την επίβλεψη επωμίζονται οι οργανώσεις των εργαζομένων. Ειδικότερα, απαιτείται διαβούλευση με τα μέλη, η ψήφος περισσότερων από τους μισούς εγγεγραμμένους και η εξασφάλιση του 50% υπέρ της παύσης της εργασίας.

Από την άνοιξη και έπειτα, η μαζική συμμετοχή και οι συντριπτικές πλειοψηφίες διασφάλισαν εάν όχι τη νίκη των απεργιών, τουλάχιστον τη συνέχισή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, αυτό το θεσμικό πλαίσιο περιορίζει τη δράση σε τομείς όπου οι συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν αρκετά ισχυρά θεμέλια ώστε να επιδιώξουν την αναμέτρηση. Το ποσοστό του συνδικαλισμού στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου, που ανερχόταν στο 23,1% το 2021, κρύβει μια σημαντική διαφοροποίηση: μολονότι στις δημόσιες υπηρεσίες είναι συνδικαλισμένοι λίγο περισσότεροι από τους μισούς εργαζομένους, το αντίστοιχο ποσοστό στον ιδιωτικό τομέα δεν ξεπερνά το 13% (2). Συνεπώς, οι μισθολογικές εξελίξεις εξαρτώνται από την κινητοποίηση των λιγοστών συνδικαλιστικών προπυργίων του ιδιωτικού τομέα: τις μεταφορές, τη φορτοεκφόρτωση στα λιμάνια, τη βιομηχανία και τα ταχυδρομεία.

Από αυτή την άποψη, δεν φαντάζει αβάσιμο ότι ο Μικ Λιντς, γενικός γραμματέας της Εθνικής Ένωσης Εργατών Σιδηροδρόμων, Ναυτιλίας και Μεταφορών (National Union of Rail, Maritime and Transport Workers, RMT), του κυριότερου συνδικάτου των σιδηροδρομικών, υποστηρίζει πως αγωνίζεται για ολόκληρη τη βρετανική εργατική τάξη. Αναγγέλλοντας την επιστροφή της («The working class is back»: «Η εργατική τάξη επέστρεψε»), επιστρατεύει ένα φαντασιακό ικανό να συνενώσει λαϊκές κοινωνικές κατηγορίες της Βρετανίας που έχουν χτυπηθεί βάναυσα από μία δεκαετία λιτότητας (στην οποία μια πρόσφατη έρευνα αποδίδει 330.000 θανάτους) (3). Το ζητούμενο όμως είναι να μπει επίσης και ένα τέλος στη συνδικαλιστική αναδίπλωση που ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1980 και στον εκτοπισμό των κοινωνικών ζητημάτων από τον δημόσιο διάλογο.

Το τελευταίο κύμα διαμαρτυρίας χρονολογείται από τα χρόνια του οικονομικού μαρασμού που ακολούθησε τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 (4). Υπό την απερχόμενη κυβέρνηση των Εργατικών του Γκόρντον Μπράουν το 2008, οι απεργίες για τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα καθώς και άλλες, άγριες, απεργίες στα διυλιστήρια –ενάντια στις εργολαβικές αναθέσεις και στον ανταγωνισμό από επιχειρήσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης που απασχολούν αποσπασμένους εργαζόμενους– ήδη ωθούσαν τα συντηρητικά μέσα ενημέρωσης να κάνουν λόγο για «καλοκαίρι της δυσαρέσκειας». Από το φθινόπωρο του 2010 έως την άνοιξη του 2012, οι πολιτικές λιτότητας της κυβέρνησης συνασπισμού που κυριαρχείται από τους συντηρητικούς φέρνουν απεργίες και διαδηλώσεις με μαζική συμμετοχή στις δημόσιες υπηρεσίες, όπως και φοιτητικές κινητοποιήσεις κατά της αύξησης των διδάκτρων.

Ζητήματα ταυτότητας

Η εξάντληση αυτών των αγωνιστικών διεκδικήσεων, που συμβολίστηκε με την εκκένωση του κυριότερου καταυλισμού του Occupy London τον Φεβρουάριο του 2012, συμπίπτει με την ανάδυση του εθνικού ζητήματος στη Σκωτία. Αφότου το Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας (SNP), ο κυριότερος σχηματισμός υπέρ της ανεξαρτησίας, συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο του Εδιμβούργου τον Μάιο του 2011, ο Σκωτσέζος πρωθυπουργός Άλεξ Σάλμοντ διαβεβαιώνει ότι διαθέτει τη λαϊκή εντολή. Τον Οκτώβριο του 2012, η κυβέρνησή του συμφωνεί με την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με τη διοργάνωση δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία μέχρι το τέλος του 2014. Λίγο αργότερα, τον Ιανουάριο του 2013, ο Ντέιβιντ Κάμερον υπόσχεται τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την παραμονή ή όχι του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε περίπτωση νίκης των Συντηρητικών στις εκλογές που προβλέπονταν για το 2015. Έτσι ξεκινά μια μακρά «καταστατική» περίοδος. Αφενός, η έκρηξη του σκωτσέζικου ζητήματος και των εθνικιστικών δυνάμεων που αντιτίθενται στην Ε.Ε. πολώνει τον διάλογο γύρω από ζητήματα ταυτότητας και διχάζει τη βρετανική Αριστερά και το συνδικαλιστικό κίνημα. Αφετέρου, οι διχασμοί αυτοί συνδυάζονται με την υποχώρηση των κοινωνικών αντιπαραθέσεων μετά το 2012 (το 2015 παρατηρείται ο μικρότερος αριθμός ημερών απεργίας που καταγράφηκε ποτέ) και έτσι το πεδίο μένει ελεύθερο για εθνικιστικές αναδιατυπώσεις του κοινωνικού ζητήματος, με τις οποίες συντάσσεται ένα μέρος των λαϊκών τάξεων.

Το SNP έχει αριστερή τοποθέτηση από τη δεκαετία του 1980 και ως εκ τούτου λειτουργεί ως αποδέκτης της απογοήτευσης απέναντι στους Εργατικούς: κατά τις εκλογές του 2011 για το Κοινοβούλιο της Σκωτίας, σημειώνει ισχυρή άνοδο στις λαϊκές συνοικίες της Γλασκώβης και του Εδιμβούργου. Η ψήφος αυτή δεν σημαίνει απαραίτητα υποστήριξη στην υπόθεση της ανεξαρτησίας, όπως και η ψήφος στους Εργατικούς δεν φανερώνει κατ’ ανάγκη αντίθεση στην ανεξαρτησία. Εκείνη την εποχή, το εθνικό ζήτημα δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτιστος καθοριστικός παράγοντας της ψήφου. Απεναντίας, το δημοψήφισμα της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, που χαρακτηρίστηκε από πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής (84,6%) και με το ποσοστό ψήφων υπέρ της ανεξαρτησίας να ανέρχεται στο 44,7%, αντικατοπτρίζει μια νέα πόλωση του πολιτικού τοπίου της Σκωτίας γύρω από το εθνικό ζήτημα. Την παγίωσή του επιβεβαίωσαν οι ψηφοφορίες που διεξήχθησαν στη συνέχεια.

Το δημοψήφισμα του 2016 για την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. προκαλεί με τη σειρά του μια καινούργια πόλωση, δομική τουλάχιστον έως τις αρχές του 2020, μεταξύ οπαδών και αντιπάλων του Brexit. Το ζήτημα επιπλέον δυσχεραίνει τη θέση του Εργατικού Κόμματος, καθώς από τη δεκαετία του 1980 έχει συνταχθεί με μια οικονομική κοινότητα την οποία θεωρεί προστατευτική απέναντι στη θατσερική λαίλαπα, αλλά με την αριστερή πτέρυγά του να δυστροπεί σταθερά απέναντι στον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό. Στα αριστερά του συνδικαλιστικού κινήματος, η RMT υποστηρίζει τον Συνδικαλιστικό και Σοσιαλιστικό Συνασπισμό (Trade Unionist and Socialist Coalition, TUSC) που είναι υπέρ της εξόδου από την Ε.Ε. αφότου εγκαινίασε τη συμμαχία No2EU – Yes to Democracy («Όχι στην Ευρωπαϊκή Ένωση – Ναι στη Δημοκρατία») μαζί με οργανώσεις όπως το Κομμουνιστικό Κόμμα, προκειμένου να φέρει μια κριτική από τα αριστερά στις ευρωεκλογές του 2009 (5).

Παρόλο που συνεχίζεται ο δημόσιος διάλογος γύρω από τις συνέπειες της αποχώρησης από την Ε.Ε. και από το ενδεχόμενο διεξαγωγής νέου δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της Σκωτίας μετά το 2023, αυτή η θεσμική περίοδος έκλεισε με τις εκλογές του Δεκεμβρίου 2019, που μετατράπηκαν από τον Μπόρις Τζόνσον σε νέο δημοψήφισμα για το Brexit. Οι Συντηρητικοί τότε ονειρεύονταν πως θα γίνονταν ένα νέο «κόμμα του λαού» («People’s Party»), υποσχόμενοι να αντιμετωπίσουν την υποβάθμιση του αγγλικού Βορρά. Στη συνέχεια όμως, η υγειονομική κρίση έθεσε διαφορετικά ζητήματα, σχετικά με την κατάσταση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας ή τις αδυναμίες της αγοράς. Εκείνο που πάνω απ’ όλα ολοκλήρωσε τη μετάβαση προς μια νέα περίοδο ήταν η σταδιακή αύξηση των κοινωνικών αντιπαραθέσεων από τον χειμώνα του 2021-2022.

Ωστόσο, η νέα αυτή περίοδος έρχεται σε μια συγκυρία όπου το συνδικαλιστικό κίνημα και οι Εργατικοί δεν ευθυγραμμίζονται. Από τη δημιουργία του το 1900 ως κοινοβουλευτική προέκταση του εργατικού κινήματος, το Εργατικό Κόμμα κατέχει κεντρική θέση στους κόλπους της Αριστεράς, ενισχυμένο από τις ισχυρότατες οργανωτικές και οικονομικές σχέσεις που διατηρεί με τα κυριότερα συνδικάτα. Η σχέση αυτή σημαδεύτηκε από αυξανόμενες εντάσεις όταν οι κυβερνήσεις των Εργατικών διέψευδαν τις προσδοκίες των συνδικάτων και από συμφιλιώσεις όταν το κόμμα, επιστρέφοντας στην αντιπολίτευση, επανασυνδεόταν με οργανώσεις που από την πλευρά τους επεδίωκαν μια πολιτική δίοδο για τις διεκδικήσεις τους. Έτσι, έθεσαν τους οικονομικούς και τους οργανωτικούς πόρους τους στην υπηρεσία των Εργατικών κατά τις εκλογές του 2015, του 2017 και του 2019. Ακόμα και ο Τζέρεμι Κόρμπιν, παρόλο που έγινε στόχος δηλητηριωδών επιθέσεων μέχρι και στο εσωτερικό του ίδιου του κινήματός του ήδη πριν εκλεγεί στην ηγεσία των Εργατικών το 2015, διέθετε τη δημοσίως δηλωμένη και ακλόνητη στήριξη του Λίοναρντ ΜακΚλάσκι, γενικού γραμματέα του Unite, του μεγαλύτερου συνδικάτου στον ιδιωτικό τομέα.

Μποϊκοτάζ των λογαριασμών ενέργειας

Αυτός ο δεσμός εγγύτητας εξασθένησε κατά πολύ μετά την εκλογή του Κιρ Στάρμερ στην ηγεσία και την οργανωμένη ρήξη με την εποχή Κόρμπιν. Όσο οι επικεφαλής των συνδικάτων είχαν αποδεχθεί την απομάκρυνσή τους και τη νεοφιλελεύθερη στροφή του κόμματος κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, καθοδηγούμενη από τους Νιλ Κίνοκ, Τζον Σμιθ και Τόνι Μπλερ, άλλο τόσο ο αναπροσανατολισμός που πραγματοποιήθηκε από τον Στάρμερ προσκρούει στη λογική των νέων συνδικαλιστών ηγετών, τοποθετημένων στα αριστερά και αποφασισμένων να επιβεβαιώσουν την αυτονομία τους απέναντι στο κόμμα. Αυτό συνέβη στην RMT, η οποία είχε αποκλειστεί από τους Εργατικούς το 2004 αφότου ορισμένα τμήματά της αποφάσισαν να υποστηρίξουν πολιτικά κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Συνέβη όμως και σε οργανώσεις που παραμένουν συνδεδεμένες με το κόμμα: το 2015, ο Ντέιβ Γουόρντ εξελέγη γενικός γραμματέας του Communication Workers Union (CWU, συνδικάτο των ταχυδρομικών) στη βάση υποσχέσεων για χειραφέτηση. Στο Unite, το 2021 η Σάρον Γκρέιαμ διαδέχθηκε τον ΜακΚλάσκι με στόχο την ανακατεύθυνση των πόρων σε δράσεις στους χώρους εργασίας. Η στάση της ηγεσίας των Εργατικών ενίσχυσε αυτή τη δυναμική. Έχοντας στην αρχή φτάσει μέχρι και στο σημείο να απαγορεύσει στα μέλη του σκιώδους υπουργικού συμβουλίου του να συμμετέχουν στις διαδηλώσεις των απεργούντων σιδηροδρομικών, ο Στάρμερ πάνω απ’ όλα προσπαθεί να παρουσιάσει το Κόμμα των Εργατικών ως τον καλύτερο σύμμαχο των διοικητικών συμβουλίων των επιχειρήσεων.

Οι σφυγμομετρήσεις τού επιτρέπουν να ελπίζει στις ψήφους ενός μετριοπαθούς εκλογικού σώματος. Το ναυάγιο των Συντηρητικών διευκολύνει αυτή την καιροσκοπική στρατηγική. Οι επιθέσεις στη λίρα και το χρέος της Βρετανίας ανάγκασαν την Λιζ Τρας να ανακοινώσει την παραίτησή της στις 20 Οκτωβρίου. Μολονότι το πρόγραμμα της πρωθυπουργού για «μη χρηματοδοτούμενες μειώσεις φόρων υπέρ των πιο πλούσιων ήταν η σταγόνα που έκανε να ξεχειλίσει το ποτήρι για τις χρηματοπιστωτικές αγορές, η θέσπιση ανώτατου ορίου για τις τιμές της ενέργειας ήταν εκείνη που το είχε γεμίσει ώς το χείλος», εξηγεί ο ερευνητής Κιρ Μίλμπερν. Προσθέτει όμως ότι αυτό το μέτρο, ύψους 150 δισεκατομμυρίων λιρών (172 δισεκατομμύρια ευρώ), θα ανακοινωνόταν συγκεκριμένα αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων της κυβέρνησης Τρας ώστε να μετριαστεί ένα ευρύ μποϊκοτάζ στους λογαριασμούς ενέργειας (6). Πράγματι, η εκστρατεία «Don’t Pay», που ξεκίνησε τον Ιούνιο, επέτρεψε σε εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά να κινητοποιηθούν, ενώ από την πλευρά της η συμμαχία «Enough is Enough» («Φτάνει Πια») συσπειρώνει συνδικάτα, συλλογικότητες και βουλευτές της εργατικής Αριστεράς γύρω από μια πλατφόρμα διεκδικήσεων κατά της αύξησης του κόστους ζωής. Έχοντας συναίσθηση των αδυναμιών τους, καθώς και των ορίων που επιβάλλει το θεσμικό πλαίσιο, τα συνδικάτα συνάπτουν νέες συμμαχίες προκειμένου να συνεχίσουν τους αγώνες τους.

Marc Lenormand

Λέκτορας στο τμήμα Αγγλόφωνων Σπουδών και Βρετανικού Πολιτισμού του Πανεπιστημίου Πολ-Βαλερύ του Μονπελιέ
Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Ralph Darlington και Dave Lyddon, «Glorious Summer: Class Struggle in Britain 1972», Bookmarks, Λονδίνο, 2001.

(2Υπουργείο Επιχειρήσεων, Ενέργειας και Βιομηχανικής Στρατηγικής, «Trade union membership, UK 1995-2021: Statistical bulletin», 22 Μαΐου 2022.

(3David Walsh, Ruth Dundas, Gerry McCartney, Marcia Gibson και Rosie Seaman, «Bearing the burden of austerity: How do changing mortality rates in the UK compare between men and women?», «Journal of Epidemiology and Community Health», Λονδίνο, Οκτώβριος 2022. Βλ. επίσης Sanjay Basu και David Stuckler, «Quand l’austérité tue», «Le Monde diplomatique», Οκτώβριος 2014.

(4Βλ. Tony Wood, «Le mouvement social britannique sort de sa léthargie», «Le Monde diplomatique», Ιούνιος 2011.

(5Βλ. Owen Jones, «Κοινωνική οργή, δεξιά ψήφος», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 14 Νοεμβρίου 2014, archives.monde-diplomatique.gr.

(6Keir Milburn, «Don’t pay took down Kwasi Kwarteng», Novara Media, 18 Οκτωβρίου 2022.

Μοιραστείτε το άρθρο