el | fr | en | +
Accéder au menu

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ουκρανία: Ένας πολυδιάστατος πόλεμος

Η πολεμική σύγκρουση μεταξύ Κιέβου και Μόσχας είναι χωρίς προηγούμενο, καθώς ρίχνει στη μάχη σημαντικό αριθμό ανθρώπων και πολεμικού υλικού, όπως συνέβαινε τον 20ό αιώνα, και ταυτόχρονα εκτυλίσσεται σε νέα πεδία επιχειρήσεων –κυρίως στο Διάστημα. Με εξαίρεση την περίπτωση απότομης κατάρρευσης της μίας ή της άλλης πλευράς, η στρατιωτική επικράτηση μοιάζει ελάχιστα πιθανή. Στο μεταξύ, η διπλωματία παραμένει στον πάγο.

Είκοσι χρόνια μετά το τέλος των συγκρούσεων που προκάλεσαν τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, η κλαγγή των όπλων ακούγεται ξανά στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Παρ’ όλο που οι μάχες στην Ουκρανία αποτελούν αντικείμενο καθημερινού σχολιασμού, ελάχιστες αναλύσεις ασχολούνται με τα χαρακτηριστικά και τις πρωτότυπες διαστάσεις του πολέμου αυτού. Πρόκειται για πόλεμο βιομηχανικής κλίμακας, ο οποίος εκτυλίσσεται σε πυρηνικό φόντο. Παρά τις εμφανείς ομοιότητες με τους πολέμους του 20ού αιώνα, οι επιχειρησιακές μέθοδοι τον κατατάσσουν αναμφισβήτητα στις στρατιωτικές συγκρούσεις του 21ου αιώνα.

Για πολλούς αναλυτές, η ρωσο-ουκρανική σύγκρουση σηματοδοτεί την επιστροφή του πολέμου υψηλής έντασης. Σημαίνει αυτό, άραγε, ότι οι συγκρούσεις των τελευταίων τριάντα χρόνων, από τα Βαλκάνια και τη Λιβύη μέχρι τη Μέση Ανατολή και το Αφγανιστάν, δεν ήταν υψηλής έντασης; Θα απαντούσαμε ότι η ένταση δεν είναι ούτε ψυχολογική ούτε πολιτική, αλλά έγκειται στον αριθμό των μαχητών και τον όγκο του πολεμικού υλικού. Με βάση το συγκεκριμένο κριτήριο, η μάχη της Μοσούλης το 2016-2017 στο Ιράκ χαρακτηριζόταν ήδη από υψηλή ένταση. Έφερε αντιμέτωπους 100.000 στρατιώτες της συμμαχίας των Δυτικών εναντίον 10.000 μαχητών του Ισλαμικού Κράτους. Η πόλη και τα περίχωρά της βγήκαν μισοκατεστραμμένα μετά από εννέα μήνες συγκρούσεων. Εάν προστεθεί το κριτήριο του αριθμού των θυμάτων, ο πόλεμος στην Υεμένη επίσης παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά ενός πολέμου υψηλής έντασης. Σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, ο πόλεμος που ξεκίνησε το 2015 έχει ήδη ως απολογισμό 327.000 νεκρούς (150.000 στις μάχες και 177.000 λόγω του λιμού) (1). Στη σύγκρουση, ένας στρατιωτικός συνασπισμός αραβικών χωρών με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία χρησιμοποιεί αεροπορικά μέσα, βαλλιστικούς πυραύλους και τεθωρακισμένα.

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι σχολιαστές έχουν αναπτύξει τη συνήθεια να περιγράφουν τις συγκρούσεις με το επίθετο «ασύμμετρες». Παραδοσιακά, μια συμμετρική σύγκρουση αφορά αντιπάλους συγκρίσιμης ισχύος που χρησιμοποιούν τα ίδια μέσα και ακολουθούν τους ίδιους κανόνες του παιχνιδιού (για παράδειγμα, οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι). Σε μια «μη συμμετρική» σύγκρουση, ο ένας αντίπαλος είναι ισχυρότερος από τον άλλο, αλλά και οι δύο ακολουθούν τους ίδιους κανόνες. Κλασικό παράδειγμα αυτού του τύπου σύγκρουσης είναι ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου (1990-1991), όπου μια συμμαχία Δυτικών με επικεφαλής τις ΗΠΑ ήρθε αντιμέτωπη με τον «τέταρτο στρατό στον κόσμο» –ακόμη δεν έχει γίνει γνωστό ποιος ήταν ο τρίτος. Όμως, μετά την κατάρρευση του σοβιετικού στρατοπέδου, οι δυτικοί στρατοί έμοιαζαν τόσο ισχυροί που οποιαδήποτε σύγκρουση μαζί τους δεν θα μπορούσε παρά να είναι μη συμμετρική. Επίσης, ορισμένοι αντίπαλοι υιοθέτησαν άλλους τρόπους διεξαγωγής του πολέμου, όπως το αντάρτικο, τροποποιώντας τους κανόνες του παιχνιδιού: άρχισε πλέον να γίνεται λόγος για ασύμμετρες συγκρούσεις, όπου η στρατιωτική ισχύς παίζει μικρό ρόλο, καθώς ο ένας από τους αντιπάλους έχει διαφορετικές επιδιώξεις από μια τοπική και προσωρινή υπεροπλία.

Εντατική χρήση δρόνων

Ο ασύμμετρος πόλεμος δεν ανάγεται μόνο στις επιθέσεις αυτοκτονίας ή στην τρομοκρατία, που είναι απλώς τρόποι δράσης. Αντίθετα, η παρενόχληση του αντιπάλου, το καμουφλάζ (το πρωί χωρικός, το μεσημέρι αντάρτης, το βράδυ αστυνομικός, τη νύχτα πειρατής του κυβερνοχώρου), η διάχυση μέσα στον πληθυσμό, η αναζήτηση τρόπων επίθεσης του αδύναμου στον ισχυρό, το στοίχημα της μεγάλης διάρκειας της σύγκρουσης αποτελούν συμπτώματα αυτών των ασύμμετρων συγκρούσεων. Εμβληματική περίπτωση αποτελεί ο πόλεμος στο Αφγανιστάν από το 2001 έως το 2021: τελικά τον κέρδισαν οι Ταλιμπάν.

Η σύγκρουση στην Ουκρανία σηματοδοτεί την επιστροφή σε εκείνο που κάποτε ονομαζόταν σύγκρουση τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων μονάδων: μια διάταξη δυνάμεων όπου οι δύο αντίπαλοι διαθέτουν σημαντικό όγκο βαρέων όπλων και έχουν τη βούληση να τον χρησιμοποιήσουν. Στις αρχές του 2022, η Ουκρανία διέθετε περίπου 850 τεθωρακισμένα (και περίπου 1.100 ακόμη σε εφεδρεία), 1.100 οχήματα μάχης του πεζικού, πάνω από 1.100 όλμους πυροβολικού και 350 εκτοξευτές πολλαπλών πυραύλων (2). Η Ρωσία διέθετε την τριπλάσια ή τετραπλάσια ανάλογη δύναμη… Αν και με πρώτη ματιά μη συμμετρική, η σύγκρουση γίνεται σταδιακά πιο συμμετρική, κυρίως λόγω των χορηγήσεων δυτικού οπλισμού στο Κίεβο.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του πολέμου αφορά την πυρηνική διάστασή του. Το ένα από τα δύο εμπόλεμα μέρη είναι η μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη στον κόσμο όσον αφορά τις πυρηνικές κεφαλές (5.977), τα τρία τέταρτα από τις οποίες είναι έτοιμες να χρησιμοποιηθούν. Το άλλο εμπόλεμο μέρος έχει δεχθεί να μεταβιβάσει το πυρηνικό οπλοστάσιό του στη Ρωσία, μετά την υπογραφή του μνημονίου της Βουδαπέστης το 1994 –και δεν προστατεύεται από την πυρηνική ομπρέλα κάποιου συμμάχου. Ας μην γελιόμαστε: ακριβώς λόγω αυτής της ανισορροπίας βρισκόμαστε μπροστά σε μια συμμετρική σύγκρουση. Το πυρηνικό πλεονέκτημα έδωσε αρκετή αυτοπεποίθηση στη Μόσχα προκειμένου να επιτεθεί στο Κίεβο, αλλά χωρίς να αποθαρρύνει την Ουάσινγκτον και τους συμμάχους της να προστρέξουν σε βοήθεια της Ουκρανίας. Ωστόσο, η σκιά των πυρηνικών συγκρατεί την κλιμάκωση από τη μία ή την άλλη πλευρά. Ακόμη κι αν το Κρεμλίνο επισείει την απειλή ενός πυρηνικού πλήγματος, πρόκειται για ρητορική διακήρυξη που αποσκοπεί στην παρεμπόδιση της πολύ πιο άμεσης εμπλοκής των Δυτικών.

Σε αυτή την παράταξη δυνάμεων, οι υποστηρικτές του Κιέβου παρέχουν πληροφορίες, οπλισμό και χρήματα, αλλά αποφεύγουν οποιαδήποτε εμπλοκή στρατευμάτων επί του πεδίου. Έτσι, η συζήτηση έχει την τάση να επικεντρώνεται σε κάποιο υποτιθέμενο μαγικό όπλο που θα ανέτρεπε την πορεία του πολέμου, όπως έδειξε και η αναστάτωση του περασμένου Ιανουαρίου γύρω από την παράδοση βαρέων τεθωρακισμένων στην Ουκρανία. Μετά από τεράστιες εξωτερικές πιέσεις, ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, εξαρτώμενος από έναν ετερόκλητο και εύθραυστο κυβερνητικό συνασπισμό και εκτεθειμένος στα πυρά της ειρηνιστικής πτέρυγας του ίδιου του του κόμματος, των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), έδωσε τελικά την έγκριση ώστε οι χώρες που κατέχουν τεθωρακισμένα Leopard 2 γερμανικής κατασκευής (κυρίως η Πολωνία, η Φινλανδία, ακόμη και η Νορβηγία) να τα μεταβιβάσουν στην Ουκρανία. Οι Βρετανοί, από την πλευρά τους, έχουν υποσχεθεί 14 άρματα Challenger 2. Η Γαλλία αποδέχθηκε να στείλει θωρακισμένα οχήματα μάχης ΑΜΧ-10 RC, χωρίς να αποκλείει και την αποστολή τεθωρακισμένων αρμάτων Leclerc.

Η προηγμένη τεχνολογία του πολεμικού υλικού προφανώς αποδεικνύεται χρήσιμη, αλλά δεν αρκεί για να κερδηθεί ο πόλεμος. Ο όγκος του οπλισμού, καθώς και των πυρομαχικών (καινούργιας παραγωγής ή σε απόθεμα) αποτελεί μια παράμετρο που συχνά παραγνωρίζεται. Όμως, τα περισσότερα δυτικά οπλικά συστήματα διαθέτουν όπλα πολύ προηγμένης τεχνολογίας, έτσι ώστε οι πολεμικές βιομηχανίες των δυτικών χωρών να είναι σε θέση να κάνουν εξαγωγές υψηλού ποιοτικού και οικονομικού επιπέδου. Ο προσανατολισμός αυτός συνεπάγεται δύο μειονεκτήματα: ευνοεί την παραγωγή μικρής κλίμακας (σαν να λέμε την υψηλή ραπτική έναντι του πρετ-α-πορτέ), καθώς και την πολυπλοκότητα, τόσο των οπλικών συστημάτων όσο και των διαδικασιών. Επίσης, οι αλυσίδες παραγωγής έχουν μικρή χρονική διάρκεια: τα αποθέματα ανταλλακτικών ή πυρομαχικών δεν είναι επαρκή. Έτσι, τον Ιούνιο του 2022, ο Γάλλος πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν διακήρυξε «την είσοδο σε μια πολεμική οικονομία όπου (…) θα πρέπει να κινούμαστε πιο γρήγορα, να σκεφτόμαστε διαφορετικά πάνω στους ρυθμούς, τις περιόδους αιχμής, τα περιθώρια, για να μπορούμε να αποκαθιστούμε ταχύτερα ό,τι είναι απαραίτητο για τις ένοπλες δυνάμεις μας, για τους συμμάχους μας ή για όσες και όσους θέλουμε να βοηθήσουμε». Εδώ και έξι μήνες, ομάδες εργασίας εξετάζουν ενδελεχώς την αναμόρφωση των διαδικασιών παραγγελίας και απόκτησης οπλικών συστημάτων, χωρίς πολύ πειστικά αποτελέσματα.

Επιπλέον, η έκβαση του συγκεκριμένου πολέμου κρίνεται από τους στρατιώτες, τους οποίους κανένας σύμμαχος του Κιέβου δεν σκοπεύει να θυσιάσει στο ουκρανικό έδαφος. Από την πλευρά του, το Κρεμλίνο είναι αποφασισμένο να προχωρήσει σε επιστράτευση, παρότι είχε αρχικά σχεδιάσει μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση», θεωρώντας ότι μια απλή επίδειξη δύναμης θα αρκούσε για την ανατροπή του καθεστώτος. Οι 160.000 στρατιώτες που αναπτύχθηκαν στα σύνορα με την Ουκρανία, στους οποίους προστίθενται και οι μαχητές των αποσχιστικών δυνάμεων από τις ρωσόφωνες περιοχές της Ουκρανίας, δεν φάνηκαν αρκετοί. Έτσι, στις 21 Σεπτεμβρίου 2022 ανακοινώθηκε μερική επιστράτευση, η οποία ενίσχυσε το ρωσικό στρατιωτικό προσωπικό κατά περίπου 300.000 άνδρες. Η εξοπλιστική βιομηχανία αναθέρμανε τις μηχανές της κάτω από στενή κρατική καθοδήγηση. Παρά τις δυτικές ελπίδες για εξάντληση των ρωσικών αποθεμάτων οβίδων και πυραύλων, η συνέχιση των συστηματικών βομβαρδισμών των ουκρανικών υποδομών εδώ και δέκα μήνες υποδηλώνει ότι οι ρωσικές αλυσίδες παραγωγής καταφέρνουν να ανεφοδιάζουν τις ένοπλες δυνάμεις. Ενώ οι φήμες περί νέας επιστράτευσης μισού εκατομμυρίου ανδρών επιμένουν, η δημογραφική παράμετρος εδώ παίζει καθοριστικό ρόλο: σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, η Ρωσία αριθμεί 140 εκατομμύρια κατοίκους τη στιγμή που η Ουκρανία, πριν από τον πόλεμο, αριθμούσε μόλις 39 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους τα 9 εκατομμύρια υπολογίζεται ότι έχουν καταφύγει στο εξωτερικό. Εάν υποτεθεί ότι οι απώλειες στρατιωτών είναι περίπου ίδιες και για τις δύο πλευρές, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας στα τέλη Νοεμβρίου, είμαστε μακριά από την αναλογία 3,5 νεκρών Ρώσων προς 1 νεκρό Ουκρανό που θα έφερνε εξισορρόπηση στο ισοζύγιο απωλειών.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει δημιουργήσει στην κοινή γνώμη μια αίσθηση «επιστροφής» στις μάχες χαρακωμάτων του 1915 και μιας αντιπαράθεσης με τη Μόσχα με άρωμα Ψυχρού Πολέμου. Παρά τις εμφανείς αυτές ομοιότητες, πρόκειται σίγουρα για έναν πόλεμο του 21ου αιώνα. Η στρατηγική θεωρία των τελευταίων ετών ενδιαφέρεται για αυτό που οι Αμερικανοί στρατηγοί ονομάζουν multi-domain operations (MDO), μια έννοια που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ως «επιχειρήσεις σε πολλαπλά πεδία και περιβάλλοντα». Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, στα παραδοσιακά επιχειρησιακά πεδία (ξηρά, θάλασσα, αέρας) προστίθενται και άλλα: το Διάστημα, ο κυβερνοχώρος, καθώς και δύο περιβάλλοντα, δηλαδή το ηλεκτρομαγνητικό περιβάλλον και το πεδίο των αντιλήψεων [μια έννοια που πριν από μερικά χρόνια ο συγγραφέας αυτού του άρθρου ονόμασε «σημασιολογικό στρώμα του κυβερνοχώρου» (3)].

Ο πόλεμος στην Ουκρανία εκτείνεται περισσότερο ή λιγότερο ενεργά και στα τέσσερα αυτά νέα επιχειρησιακά πεδία και περιβάλλοντα. Η συμβολή των δορυφόρων είναι μείζονος σημασίας, ιδιαίτερα στη συλλογή πληροφοριών, αλλά και στις τηλεπικοινωνίες: πρόκειται άλλωστε για ένα από τα πολύ βασικά μέσα στήριξης των Αμερικανών και των Ευρωπαίων προς την Ουκρανία –και, επίσης, για ένα πεδίο όπου οι Ρώσοι ολοφάνερα δεν έχουν επιδείξει μεγάλες δυνατότητες. Προς γενική έκπληξη, ο κυβερνοχώρος έχει αξιοποιηθεί λιγότερο σε σχέση με προηγούμενες συγκρούσεις, ιδιαίτερα εάν θυμηθεί κάποιος τις ρωσικές ενέργειες στον πόλεμο της Γεωργίας το 2008 ή τις αντίστοιχες αμερικανικές κατά την εκστρατεία στη Λιβύη. Αντίθετα, το ηλεκτρομαγνητικό περιβάλλον έχει χρησιμοποιηθεί πολύ, μολονότι λίγοι σχολιαστές ανέδειξαν το γεγονός, καθώς είναι φύσει αόρατο και δεν συγκεντρώνει την προσοχή πάνω του. Παρ’ όλα αυτά, ραντάρ και ραδιοκύματα κάθε συχνότητας δεν σταμάτησαν να λειτουργούν, είτε για λόγους ανίχνευσης είτε ως αντίμετρα προκάλυψης ή διείσδυσης.

Η εμφανέστερη καινοτομία του πολέμου αυτού είναι η εντατική χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών (δρόνων) ποικίλων μεγεθών και προελεύσεων (τουρκικά Baykar Bayraktar, που τα είχαμε ήδη συναντήσει στον πόλεμο μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας, αλλά και ιρανικά Kaman 22 που δόθηκαν στη Ρωσία) με πολλές λειτουργίες (αναγνώριση, δρόνοι μάχης ή «αποστολών αυτοκτονίας»). Έτσι, πάνω από 4.600 δρόνοι φέρεται να έχουν καταστραφεί από την αρχή του πολέμου και κάθε μήνα υπολογίζεται ότι καταρρίπτονται σχεδόν 500 τέτοια αεροσκάφη (4).

Όλα αυτά γέμισαν τα παραδοσιακά πεδία μάχης με πολεμικά αντικείμενα: αεροπλάνα, ελικόπτερα, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, οβίδες πυροβολικού με όλο και μεγαλύτερο βεληνεκές, με την ενδεχόμενη παράδοση στην Ουκρανία αμερικανικών αιωρούμενων κατευθυνόμενων βομβών GSLBD με βεληνεκές έως 120 χιλιόμετρα. Το πεδίο της μάχης έχει γίνει εξαιρετικά επικίνδυνο σε όλα τα υψόμετρα. Για να προστατευθεί κάποιος, χρειάζεται κάλυψη, γεγονός που εξηγεί γιατί οι αστικές ζώνες χρησιμοποιούνται ως φρούρια. Οι μάχες σε αστικό περιβάλλον είναι πλέον ιδιαίτερα καταστροφικές, καθώς ο μόνος τρόπος να εγκαταλείψει τις θέσεις του ο εχθρός είναι η μεθοδική καταστροφή των κτιρίων όπου έχει οχυρωθεί.

Διαφάνεια των πολεμικών επιχειρήσεων

Μολονότι ο πόλεμος στην Ουκρανία εκτυλίσσεται κατά κύριο λόγο στην ξηρά, οι ναυτικές επιχειρήσεις δεν λείπουν. Ο χαρακτήρας τους έχει επίσης εξελιχθεί, με εκτόξευση πυραύλων από την ξηρά (όπως το ουκρανικό πλήγμα στο ρωσικό καταδρομικό Moskva, τον Απρίλιο του 2022), θαλάσσιους ή υποβρύχιους δρόνους, ενέργειες στα βάθη των θαλασσών (όπως η ανατίναξη του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2, οι υπεύθυνοι για την οποία ακόμη δεν έχουν βρεθεί), καθώς και επιδρομές κομάντο, κυρίως από την ουκρανική πλευρά (μέσα στα ρωσικά εδάφη και, ενδεχομένως, εναντίον της γέφυρας του Κερτς). Και σε αυτό το επιχειρησιακό περιβάλλον, ο πολλαπλασιασμός των επιθετικών όπλων προκαλεί την ανάπτυξη αμυντικών αντίμετρων.

Στο πεδίο των μέσων ενημέρωσης και της πληροφόρησης συμβαίνουν βαθιές και αμφιλεγόμενες εξελίξεις. Από τη μία πλευρά, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τα ενημερωτικά κανάλια συνεχούς ροής προκαλούν μόνιμο, συχνά πολωμένο, αναβρασμό στα μέσα ενημέρωσης, ενισχύοντας το κλασικό φαινόμενο της πολεμικής προπαγάνδας. Ταυτόχρονα, από μια πιο θετική σκοπιά, η πολλαπλότητα των δημόσια διαθέσιμων ψηφιακών φορέων επιτρέπει μια ανάλυση των ανοιχτών πηγών. Έτσι, ο παρατηρητής έχει στη διάθεσή του ακατέργαστες πληροφορίες που του επιτρέπουν να παρακολουθεί με ακρίβεια τις εξελίξεις στα διάφορα μέτωπα, τις απώλειες, το ηθικό των στρατευμάτων και του πληθυσμού, ή ακόμη και να ελέγχει τους ψευδείς ισχυρισμούς. Η διαφάνεια αυτή προκαλεί συνέπειες στις πολεμικές επιχειρήσεις: είναι, για παράδειγμα, δύσκολο να οργανωθούν τακτικοί αιφνιδιασμοί, καθώς και ο εχθρός, χάρη στα μέσα που διαθέτει (δρόνοι, δορυφόροι, ενημέρωση από πληροφοριοδότες στο αντίπαλο στρατόπεδο, παρακολούθηση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης), έχει μια αρκετά καθαρή εικόνα για το τι συμβαίνει. Η κατάσταση αυτή περιορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την αποτελεσματικότητα των ελιγμών και συμβάλλει αναμφίβολα στη στατικότητα των μετώπων που παρατηρείται από τον δεύτερο μήνα της σύγκρουσης, παρά τα λίγα ρήγματα στις γραμμές εδώ κι εκεί.

Είναι εύλογη η υπόθεση ότι η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί, ακόμη κι αν οι πρόσφατες πολεμικές επιχειρήσεις δείχνουν κάποια οφέλη για τη ρωσική πλευρά. Παρά το νέο κύμα πολεμικού υλικού και ανθρώπων που κατευθύνεται προς το μέτωπο, καμία νίκη δεν φαίνεται να διαγράφεται ξεκάθαρα στη συγκεκριμένη φάση. Μετά από νέες φονικές συγκρούσεις, πιθανότατα την άνοιξη, ο πόλεμος θα μπορούσε μάλιστα να εξελιχθεί σε μια «παγωμένη σύγκρουση», παρόμοια με εκείνη που διεξήγαν Ρωσία και Ουκρανία μεταξύ 2015 και 2022.

Olivier Kempf

Διευθυντής του διαδικτυακού περιοδικού στρατηγικής ανάλυσης «La Vigie» και ερευνητής στο Fondation pour la recherche stratégique. Είναι συγγραφέας του βιβλίου Guerre d’Ukraine, Economica, Παρίσι, 2022.
μετάφραση: Χάρης Λογοθέτης

(1Βλ. Damien Lefauconnier, «En Irak et en Syrie, les civils sont les premières victimes des bombardements», «Le Monde diplomatique», Μάρτιος 2022.

(2Joseph Henrotin, «Les opérations terrestres en Ukraine: la guerre conventionnelle parfaite?», «Stratégique», τ. 129, Παρίσι, 2022.

(3François-Bernard Huyghe, Olivier Kempf και Nicolas Mazzucchi, Gagner les cyberconflits. Au-delà du technique, Economica, Παρίσι, 2015.

(4Μαρτυρία αξιωματικού που ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος.

Μοιραστείτε το άρθρο