el | fr | en | +
Accéder au menu

ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Οι ιδιωτικοί στρατοί σεκιουριτάδων κατασπαράζουν την Βουλγαρία

Οι βουλγαρικές ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας απασχολούν σήμερα προσωπικό ίσο με εκείνο των αντίστοιχων γαλλικών, με τη διαφορά ότι η Γαλλία έχει δεκαπλάσιο πληθυσμό από τη γειτονική μας χώρα. Αντί να αρκούνται στην παροχή υπηρεσιών προστασίας των περιουσιακών στοιχείων, χρησιμεύουν ως υποκατάστατο των δημόσιων υπηρεσιών και ευημερούν σε ένα πεδίο συνάντησης πολλαπλών συμφερόντων, όπου διασταυρώνονται η πολιτική ζωή, ο υπόκοσμος και οι ισχυροί του χρήματος.

Κανένας δεν έρχεται πλέον να μείνει στο Νόβο Τζελέζαρε. Τα σιλό σκουριάζουν και τα κτίρια των αγροκτημάτων καταρρέουν. Σε αυτή την κωμόπολη, χαμένη στην πεδιάδα της Βόρειας Θράκης, την ώρα του μεσημεριανού ύπνου δεν αντικρίζεις ψυχή στους δρόμους. Από το προαύλιο της εκκλησίας ώς την πλατεία του δημαρχείου, τα πάντα είναι άδεια. Ο Ντιμιτάρ Γκαργκόφ, με γκρίζο μουστάκι ασορτί με το τζάκετ του, έχει στυλ Αμερικανού σερίφη. Σεκιουριτάς στην Traffic Sot, μια τοπική επιχείρηση υπηρεσιών ασφαλείας, μερικές φορές κάνει μια περιπολία εκτός προγράμματος, όταν δεν παραδίδει τρόφιμα, φάρμακα ή καυσόξυλα. «Εδωπέρα, μπορεί να τα τινάξεις και κανένας να μην το πάρει είδηση πριν περάσουν κάμποσοι μήνες», λέει ενόσω χτυπάει δυνατά μια πόρτα. Μας ανοίγει η Πένκα Λίτοβα, μια γυναίκα με μαύρη ζακέτα, σημάδι πένθους. Πριν από είκοσι χρόνια, ήρθε στην κωμόπολη από ένα γειτονικό χωριό. «Για να βοηθήσω τους άρρωστους γονείς μου. Και τώρα, είμαι μονάχη εδώ και δεκατρία χρόνια, τα παιδιά μου έχουν μεταναστεύσει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Εδώ δεν υπάρχει ούτε συγκοινωνία. Το κοντινότερο φαρμακείο είναι μια μέρα περπάτημα από εδώ.» Ο Γκαργκόφ και η ομάδα του την πηγαίνουν στο γιατρό, την βγάζουν λίγο από τη μοναξιά της, καμιά φορά της αφήνουν λουλούδια. «Έχουν αντικαταστήσει την οικογένειά μου», εξομολογείται η Λίτοβα.

Ο κλάδος των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας απασχολεί 130.000 άτομα στη Βουλγαρία, δηλαδή 18 φύλακες ανά 1.000 κατοίκους, έναντι 2,3 στη Γαλλία ή 0,7 στην Ιταλία. Ο αριθμός τους είναι διπλάσιος του αθροίσματος των αστυνομικών (29.000) και των στρατιωτικών (37.000). Εκτός από την επιτήρηση των δημόσιων χώρων και των ιδιωτικών κατοικιών, «ο κλάδος προσφέρει κοινωνικές υπηρεσίες σε εκατοντάδες απομακρυσμένα χωριά, ιδιαίτερα μετά την πανδημία», σημειώνει ο Τιχομίρ Μπεζλόφ, εγκληματολόγος στο Κέντρο για τη Μελέτη της Δημοκρατίας (CSD), ένα «εργαστήριο ιδεών» της Σόφιας. Μετά την πτώση του βουλγαρικού κομμουνιστικού συστήματος, ο κλάδος των υπηρεσιών ασφαλείας αναπτύχθηκε σημαντικά, δημιουργώντας ισχυρούς δεσμούς με την οικονομική και την πολιτική ελίτ, καθώς και με το οργανωμένο έγκλημα.

Οι φρουροί ασφαλείας δεν είναι πανταχού παρόντες μονάχα στις ερημωμένες περιοχές. Σε απόσταση μιάμισης ώρας με το αυτοκίνητο νότια του Νόβο Τζελέζαρε συναντάμε το Πλόβντιβ, πολιτιστική πρωτεύουσα και δεύτερη πόλη της χώρας. Στην κουζίνα του τοπικού κέντρου του Ερυθρού Σταυρού, η διευθύντρια Τάνια Γκεοργκίεβα συσκευάζει δέματα και συντονίζει την παράδοση προϊόντων πρώτης ανάγκης. Και η δική της οργάνωση απευθύνεται στην Traffic Sot για την παράδοση δεμάτων με όσπρια και λάδι: «Επίσης βοηθούν τα απομονωμένα άτομα να κάνουν την τουαλέτα τους, να διεκπεραιώσουν υποθέσεις σε δημόσιες υπηρεσίες, ακόμα και ψυχολογική υποστήριξη κάνουν», εξηγεί. «Κανονικά, για να πας στα επείγοντα ή για να έρθει ασθενοφόρο, θα πρέπει να είσαι ετοιμοθάνατος.» Από εδώ ξεκινούν συχνά τα αυτοκίνητα με το έμβλημα της εταιρείας σεκιούριτι για να παραλάβουν ηλικιωμένα άτομα όπως η ενενηντατριάχρονη κυρία Άννα, που περιμένει υπομονετικά με τα χέρια σταυρωμένα στο μπαστούνι της. «Δεν μπορώ ούτε καν να βγω μόνη μου από το σπίτι», γκρινιάζει. «Αντικαθιστούν τα ασθενοφόρα και, εδώ και τρία χρόνια, με πηγαινοφέρνουν στο νοσοκομείο.»

Παντού όπου το κράτος βρίσκεται σε αποσύνθεση, το αντικαθιστούν τέτοιες επιχειρήσεις. Στη Γαλλία, όπως και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση, οι δημόσιες αρχές ενθαρρύνουν την προσφυγή σε ιδιωτικούς φύλακες για την αποτροπή των «χαμηλής έντασης παραβάσεων του νόμου» ή για να απαλλάξουν τις δυνάμεις διατήρησης της τάξης από καθήκοντα στατικής επιτήρησης (1). Στη Βουλγαρία, όταν αυτές οι εταιρείες εγκαταστάθηκαν στις αγροτικές περιοχές, η αποστολή τους ήταν να αντικαταστήσουν μόνιμα την αστυνομία, που βρισκόταν σε πλήρη διάλυση από τη δεκαετία του 1990. «Με τα μεγάλα πενταετή πλάνα εκβιομηχάνισης, το κομμουνιστικό καθεστώς είχε αδειάσει από κόσμο τις περιοχές της υπαίθρου. Με αποτέλεσμα, στις αρχές του 21ου αιώνα, το 40% των αγροτικών γαιών μας να έχει μείνει ακαλλιέργητο. Οι μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις χρειάζονταν εργατικά χέρια. Τη δεκαετία του 2000, με την ανεργία στο 20%, ένα μεγάλο μέρος των κοινωνικά εξαθλιωμένων κατευθύνθηκε στην ύπαιθρο και η ανασφάλεια αυξήθηκε με εκρηκτικούς ρυθμούς», εξηγεί ο Μπεζλόφ.

Τον Αύγουστο του 2015, η κυβέρνηση έστειλε τους αστυνομικούς στα σύνορα με την Τουρκία, για να μπλοκάρει την είσοδο των προσφύγων και των μεταναστών (2). Το υπουργείο Εργασίας δρομολόγησε ένα μεγάλο σχέδιο, χωρίς πλαίσιο και χωρίς ελέγχους, με στόχο η τοπική αυτοδιοίκηση να υπογράφει περισσότερες συμβάσεις με τις εταιρείες ασφαλείας. Σε ορισμένες μικρές πόλεις όπως το Βιντίν, αυτές οι επιχειρήσεις οργάνωσαν, με τη βοήθεια των τοπικών αρχών, ένα σύστημα συλλογικής συνδρομής: μια ομάδα νοικοκυριών πληρώνει μια πολιτοφυλακή που αναλαμβάνει την τήρηση της τάξης στην κοινότητα. Θεωρητικά, από νομική άποψη, οι εταιρείες οφείλουν να αρκεστούν στη φύλαξη συγκεκριμένων χώρων: σπίτια, σχολεία ή πάρκα. Στην πράξη, άρχισαν να ελέγχουν πολύ ευρύτερες ζώνες: χωριά, συμπλέγματα κοινοτήτων, ακόμα και συνοριακές ζώνες με τη Ρουμανία. Οι σεκιουριτάδες δεν διστάζουν να σταματούν αυτοκίνητα, να προχωρούν σε ελέγχους και να προβαίνουν σε συλλήψεις. Μερικές φορές αποδεικνύονται πιο αποτελεσματικοί από την αστυνομία στην καταπολέμηση της παραβατικότητας, κυρίως όσον αφορά τις διαρρήξεις (3).

«Προειδοποίησα τον πρόεδρο ότι χάναμε τον έλεγχο»

Το 2018, η συντηρητική πλειοψηφία έκανε ένα ακόμα βήμα και επέτρεψε στους δημάρχους να συνάπτουν συμβάσεις με τον ιδιωτικό τομέα, αναθέτοντάς τους την επίβλεψη ολόκληρων περιοχών. Η Τατιάνα Ιβάνοβα ήταν εκείνη την εποχή εκπρόσωπος της περιοχής στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο: «Ήταν μια ιδιωτικοποίηση της αστυνομίας, μια επιστροφή στη φεουδαρχία, στην εποχή όπου οι τοπικές εξουσίες μπορούσαν να πληρώνουν τις δικές τους ένοπλες δυνάμεις. Προειδοποίησα αυτοπροσώπως τον πρόεδρο, λέγοντάς του ότι χάναμε τον έλεγχο». Μετά από έξι μήνες, ο νόμος τελικά τροποποιήθηκε προς μια πιο περιοριστική κατεύθυνση. Όμως, εκ των πραγμάτων, σύμφωνα με τα συνδικάτα της περιοχής, στην ύπαιθρο δεν αντικαταστάθηκαν οι αστυνομικοί που αποχωρούν από την υπηρεσία ούτε και αναπτύχθηκαν νέες αστυνομικές δυνάμεις, ενώ κανείς δεν γνωρίζει την περίμετρο όπου δικαιούνται να παρεμβαίνουν οι ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας.

Στα ανατολικά της πεδιάδας της Βόρειας Θράκης, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, σε αρκετά από τα καταστήματα και τα σπίτια της μικρής βιομηχανικής πόλης του Χάσκοβο εμφανίζεται σε ευδιάκριτο σημείο το έμβλημα της εταιρείας ασφαλείας που τα προστατεύει. Κυριαρχεί εκείνη του Ντεϊάν Γιορντάνοφ, του πρώην παλαιστή με το καλοκάγαθο ύφος, που από το 1995 έχει εγκατασταθεί εδώ. «Ο κόσμος ξοδεύει λιγότερα για την ασφάλειά του, αλλά οι μικρές επιχειρήσεις όπως η δική μας εξακολουθούν να προσλαμβάνουν: φοιτητές ή χαμηλοσυνταξιούχους», μας εξηγεί. «Και χωρίς να ξεχνάμε ότι χρηματοδοτούμε την τοπική ζωή: την εκκλησία ή τον σύλλογο του καράτε.» Στις πλατείες ή στα μπακάλικα της πόλης δεν είναι σπάνιο να συναντήσεις ηλικιωμένους, συχνά πρώην αστυνομικούς, να πηγαινοέρχονται ντυμένοι με τη στολή του σεκιουριτά. «Στις μικρές πόλεις δεν υπάρχουν πολλοί εργοδότες. Μέχρι πρόσφατα, είχαμε ακόμα πολλούς αγρότες, όμως η ανάπτυξη της βιομηχανοποιημένης γεωργίας τούς έβγαλε εκτός παιχνιδιού», διαπιστώνει ο Ατανάς Ρουσέφ, ειδικός σε ζητήματα ασφάλειας στο CSD.

Η ασφάλεια παραμένει ένας από τους σημαντικότερους τομείς άτυπης απασχόλησης στη χώρα, μια δεξαμενή επισφαλών θέσεων εργασίας με εύκολη πρόσβαση, που συντηρείται από τις τοπικές κοινότητες. Έτσι, πριν από μερικά χρόνια, η σύμβαση ασφαλείας που υπέγραψε η δημόσια επιχείρηση ύδρευσης του Χάσκοβο προέβλεπε αμοιβή ανά φύλακα χαμηλότερη κατά 16% από τον βουλγαρικό κατώτατο μισθό. «Σταμάτησα τις δημόσιες συμβάσεις. Για να τις εξασφαλίσεις, αναγκάζεσαι να παρανομείς συνεχώς. Προκειμένου να εξοικονομήσουν χρήματα την περίοδο που πρέπει να καταβάλουν τέλη και εισφορές, ορισμένοι επιχειρηματίες απολύουν προσωρινά τους υπαλλήλους τους», εξηγεί με λύπη ο Γιορντάνοφ.

Οι ιδιωτικοί φρουροί προστατεύουν επίσης ένα ολόκληρο σύμπλεγμα παραοικονομίας που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Βουλγαρικού Συνδέσμου Βιομηχανικού Κεφαλαίου, το 2020 ανερχόταν στο 21% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. «Η παραοικονομία υποχωρεί σημαντικά», μετριάζει τις εντυπώσεις ο Ρουσέφ. «Η μεγάλη μετανάστευση προς τη Δυτική Ευρώπη έριξε την ανεργία στο 4%. Η ζήτηση για εργασία αυξάνεται με εκρηκτικούς ρυθμούς και οι φτωχοί στρέφονται σε δηλωμένες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας.» Έτσι, η ιδιωτική ασφάλεια έχει λιγότερους πελάτες, αλλά ταυτόχρονα και λιγότερους αδήλωτους εργαζόμενους. Σύμφωνα με τον ερευνητή, ο κλάδος έχασε το ένα τέταρτο έως το ένα τρίτο του εργατικού δυναμικού του μέσα στην τελευταία εξαετία. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική δραστηριότητά του δηλώνεται σε μεγαλύτερο βαθμό, κάτι που προκάλεσε άνοδο του επίσημου κύκλου εργασιών του κατά 80% μετά το 2012, για να αγγίξει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, από τα 500 μέχρι τα 800 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.

Επιπλέον, και το κράτος τονώνει τη δραστηριότητα του κλάδου, έχοντας μετατραπεί στον μεγαλύτερο πελάτη του, κυρίως μέσω των συμβάσεων για τη φύλαξη ζωνών κρίσιμης σημασίας: σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, λιμανιών, ακόμα και στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Μέχρι το 2013, το υπουργείο Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης διέθετε τη δική του μονάδα ασφαλείας για τη φύλαξη αυτών των δημόσιων εγκαταστάσεων, αλλά και των κατοικιών και των επιχειρήσεων. «Μια ιδιωτική οντότητα μέσα στο κράτος, χωρίς τις υποχρεώσεις που δημιουργεί για την αστυνομία το πλαίσιο τήρησης της νομιμότητας», συνοψίζει η Ιβάνοβα. Μετά τη διάλυσή της, το προσωπικό της ανακυκλώθηκε σε διάφορες ιδιωτικές δομές, στις οποίες οι συμμετέχοντες δεν βρίσκονται πάντα στο ύψος των περιστάσεων. Όπως προειδοποιεί ο Φίλιπ Γκουρνέφ, κοινωνιολόγος και πρώην υφυπουργός Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, «δεν διαθέτουν τις ικανότητες για την επιτήρηση τοποθεσιών με ευαίσθητο χαρακτήρα όπως οι διεθνείς λιμένες, στους οποίους μπορούν να βρεθούν αντιμέτωποι με περιπτώσεις διακίνησης ναρκωτικών, όπλων ή ανθρώπων».

Η ιδιωτική φύλαξη των στρατιωτικών εγκαταστάσεων κατέληξε να αναθεωρηθεί μετά την έκρηξη, τον Ιούλιο του 2022, σε μια αποθήκη πυρομαχικών της εταιρείας Emco, κοντά στο Καρνομπάτ. Ο πολιτικός κόσμος υποπτεύεται ανάμειξη των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών. Το 2021, η βουλγαρική Εισαγγελία είχε ήδη καταλογίσει ευθύνη σε έξι Ρώσους για τέσσερις άλλες εκρήξεις, μεταξύ 2011 και 2020, σε αποθήκες όπλων όπου φυλάσσονταν πυρομαχικά που προορίζονταν για τη Γεωργία και την Ουκρανία. Από τη στιγμή που ξέσπασε ο πόλεμος, καθώς η Βουλγαρία διαθέτει μερικές από τις ελάχιστες επιχειρήσεις (μεταξύ των οποίων και η Emco) που ειδικεύονται στην παραγωγή προηγμένων πυρομαχικών συμβατών με το ουκρανικό οπλοστάσιο της σοβιετικής περιόδου, πουλάει μαζικά τα προϊόντα της στο Κίεβο. Τον Αύγουστο του 2022, το βουλγαρικό Υπουργείο Άμυνας απαγόρευσε στις ιδιωτικές εταιρείες τη φύλαξη στρατιωτικών εγκαταστάσεων.

Πρώην στρατιωτικός, ο Ιλιιάν Πάντσεφ θεωρεί εντελώς απίθανη την περιθωριοποίηση του κλάδου. «Είμαστε φτηνότεροι από την αστυνομία. Φιλτράρουμε: προλαμβάνουμε τις συγκρούσεις, συλλέγουμε αποδείξεις. Αύριο, η ανακριτική διαδικασία στις ποινικές υποθέσεις θα βρίσκεται στα χέρια μας και θα διαβιβάζουμε απευθείας τη δικογραφία στο δικαστήριο», θεωρεί ο πρόεδρος του Nafots, του δεύτερου μεγαλύτερου συνδέσμου επιχειρήσεων ασφαλείας στη Βουλγαρία. Στην ύπαιθρο, οι εταιρείες σεκιούριτι συνεχίζουν να προσφέρουν στην αστυνομία ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους, απαραίτητους όσο κι αν όλα αυτά γίνονται ατύπως –όπως η παρακολούθηση υπόπτων. «Εάν το κράτος μας ήταν πλούσιο, δεν θα συμφωνούσα με την ανάθεση των κυριαρχικών εξουσιών του σε ιδιώτες. Όμως, πραγματικά δεν υπάρχει άλλη επιλογή», διαπιστώνει ο Πάβελ Βιντένοφ, επικεφαλής της Sot 161, της μεγαλύτερης επιχείρησης ασφαλείας της χώρας, με περισσότερους από 4.000 υπαλλήλους.

«Το νομικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές. Οι άδειες άσκησης δραστηριοτήτων ασφαλείας χορηγούνται στις επιχειρήσεις, όχι στα άτομα. Συχνά, συναντάμε ανθρώπους με κατάρτιση επαγγελματία οδηγού να αναλαμβάνουν καθήκοντα σωματοφύλακα», προειδοποιεί ο εγκληματολόγος Αντόν Κοζουχάροφ. Επιπλέον, ο νόμος είναι εξαιρετικά ασαφής ως προς τις εξουσίες των φυλάκων, ιδίως στις περιπτώσεις όπου επιτρέπεται η χρήση βίας. «Η ασάφεια του νόμου, ιδίως σε ό,τι αφορά την ακινητοποίηση των παραβατών, μας έχει κοστίσει πολλές δίκες», καταλήγει ο Βιντένοφ. Όσον αφορά την οπλοφορία, ο νόμος δεν κάνει διάκριση μεταξύ φυλάκων και απλών πολιτών. Και για την πραγματοποίηση ιδιωτικών ερευνών επίσης δεν υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο.

«Στημένοι» οι δύο στους τρεις μειοδοτικούς διαγωνισμούς

Γύρω από την μικρή πόλη του Ράντνεβο, η πεδιάδα αυλακώνεται από τα τεράστια ανοιχτά λιγνιτωρυχεία, που τροφοδοτούν τους τρεις ηλεκτροπαραγωγικούς σταθμούς της μεταλλευτικής λεκάνης της Μαρίτσα Ιζτόκ. Ανάμεσά τους και το συγκρότημα υπ’ αριθμόν 2, που θεωρείται η πλέον ρυπογόνος βιομηχανική μονάδα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Μπόρισλαβ Μπίνεφ, διευθυντής μιας τοπικής εταιρείας ασφαλείας, κοιτάζει το τοπίο από το γραφείο του, σφηνωμένο ανάμεσα σε ένα φαρμακείο και ένα πλυντήριο αυτοκινήτων: «Όταν πρόκειται για δημόσιο χρήμα, είτε θα μπαίνεις μέσα είτε θα κάνεις κομπίνες». Η δημόσια επιχείρηση Ορυχεία Ανατολικής Μαρίτσα EAD έχει κατηγορηθεί πολλές φορές για «στημένους» μειοδοτικούς διαγωνισμούς. Το 2014, η διαδικασία που αφορούσε την ανανέωση της συνολικής φύλαξης του βιομηχανικού συγκροτήματος (έναντι 50 εκατομμυρίων ευρώ) επιταχύνθηκε εντυπωσιακά με απόφαση της επιχείρησης. Πριν καν προλάβουν οι ανταγωνιζόμενες επιχειρήσεις να καταθέσουν προσφορά, η επιχείρηση ενέργειας επικαλέστηκε λόγους ανώτερης βίας –δεδομένου ότι οι εγκαταστάσεις είχαν χαρακτηριστεί ως «κρίσιμης σημασίας»– προκειμένου να κάνει απευθείας ανάθεση σε πάροχο υπηρεσιών της επιλογής της. Δύο χρόνια αργότερα, η ίδια δημόσια επιχείρηση πέτυχε να δοθεί ο χαρακτηρισμός του κρατικού απορρήτου στη σύμβαση, ύψους 15 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία συνήφθη με μια επιχείρηση που συνδέεται με τον βουλευτή και ολιγάρχη Ντέλιαν Πεέφσκι. Όταν αποκαλύφθηκε το ποσόν της σύμβασης, κρίθηκε υπερβολικά υψηλό ακόμα και από την ίδια την κυβέρνηση (4).

Σύμφωνα με την Τατιάνα Ιβάνοβα, δύο στους τρεις μειοδοτικούς διαγωνισμούς του Δημοσίου είναι «μαγειρεμένοι». Αυτό οφείλεται στους ιστορικούς δεσμούς μεταξύ των υπηρεσιών ιδιωτικής ασφαλείας και του πολιτικού κόσμου. Μετά την απότομη πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, μια νέα αστική τάξη αναδύθηκε: παλαιά μέλη του κρατικού μηχανισμού απέκτησαν τη συνήθεια να αξιοποιούν επικερδώς το δίκτυο των επαφών τους, προσφέροντας υπηρεσίες ασφαλείας. Σύμφωνα με τον Ρουσέφ, το 80% των διευθυντών των επιχειρήσεων ασφαλείας είναι πρώην στελέχη του υπουργείου Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, το 15% ανάμεσά τους πρώην αξιωματικοί. Αυτή η ώσμωση μεταξύ των κρατικών υπηρεσιών και των επιχειρήσεων ασφαλείας δημιουργεί διαπλοκή συμφερόντων. «Κάποιοι ανταγωνιστές απείλησαν ότι θα με πετάξουν έξω από το Ράντνεβο», μας βεβαιώνει ο Μπίνεφ, ο οποίος υπήρξε επίσης δημοτικός σύμβουλος της πόλης. «Πρόκειται για φαύλο κύκλο. Υπεξαιρείς δημόσιο χρήμα και εγκαθίστασαι στην πόλη, σπάζοντας τις τιμές για να κλέψεις πελατεία από τις μικρές επιχειρήσεις όπως η δική μας και να πάρεις τις δημόσιες συμβάσεις. Σε αντάλλαγμα, πουλάς πολιτική επιρροή.»

H Ναντέζ Ραγκάρου, ιστορικός και πολιτικός επιστήμονας μιλά για «αιχμαλωσία» του βουλγαρικού κράτους: «Οι ισχυροί πολιτικοί έχουν πλήθος συμφερόντων στον ιδιωτικό τομέα και έχουν τη δυνατότητα να κατευθύνουν μεγάλες κρατικές συμβάσεις και προμήθειες προκειμένου να αναπτύξουν πελατειακές σχέσεις σε τοπικό επίπεδο. Αυτό συμβαίνει σε όλους τους τομείς της οικονομίας». Πράγματι, στις δημοτικές εκλογές του 2019, η επιχείρηση ασφαλείας Delta Guard συνελήφθη επ’ αυτοφώρω να εξαγοράζει ψηφοφόρους για λογαριασμό του συντηρητικού κόμματος Πολίτες για την Ευρωπαϊκή Ανάπτυξη της Βουλγαρίας (GERB) στο χωριό Γκόρνα Οριαχόβιτσα. Η υπόθεση αποκαλύφθηκε από τον βουλευτή Γιαβόρ Μποζάνκοφ, πρόσφατα διαγραμμένο από το Σοσιαλιστικό Κόμμα (κληρονόμο του Κομμουνιστικού Κόμματος) επειδή είπε ότι η Ρωσία δεν θα κερδίσει τον πόλεμο: «Η μέθοδος είναι καλοδουλεμένη», αφηγείται. «Αφού ψηφίσουν, οι ψηφοφόροι πηγαίνουν να ψωνίσουν στο τοπικό μπακάλικο και ο πωλητής τούς δίνει πολύ περισσότερα ρέστα. Από την πλευρά τους, οι φύλακες προστατεύουν το μαγαζί από τους ανεπιθύμητους που θα ήθελαν να χώσουν τη μύτη τους. Με τη μετανάστευση, την αστυφιλία, την εγκατάλειψη της υπαίθρου και τη χαμηλή συμμετοχή, ένας υποψήφιος μπορεί να κερδίσει έναν δήμο αγοράζοντας μόλις χίλιες ψήφους.» O Μποζάνκοφ ενημέρωσε επίσης την Εισαγγελία για ιδιωτικούς φύλακες που προσπαθούσαν να εκφοβίσουν ή να εμποδίσουν πολίτες να ψηφίσουν στα γύρω χωριά. «Είναι έτοιμοι για όλα προκειμένου να κάνουν εξυπηρετήσεις… και να διατηρήσουν τα συμβόλαιά τους. Αυτές οι επιχειρήσεις έχουν μετατραπεί σε αυτοτελείς πολιτικούς παράγοντες.»

Θεωρητικά, μια ομάδα, υπαγόμενη στο υπουργείο Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, υποτίθεται ότι επιβλέπει τον κλάδο και ανακαλεί τις άδειες σε περιπτώσεις παραβάσεων ή παραλείψεων. «Αυτή τη στιγμή αποτελείται από επτά άτομα που πρέπει να παρακολουθούν χιλιάδες επιχειρήσεις, των οποίων η άδεια λειτουργίας δεν έχει ημερομηνία λήξης. Με λίγα λόγια, η αγορά δεν ελέγχεται καθόλου», επιβεβαιώνει ο Κοζουχάροφ. «Οι αστυνομικοί κλείνουν τα μάτια. Κι αν δεν αποταχθούν από το σώμα νωρίτερα, πολλοί από αυτούς, μόλις συνταξιοδοτηθούν, θα προσληφθούν από τις ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας. Καλό είναι λοιπόν να διατηρείς καλές σχέσεις με τον μελλοντικό εργοδότη σου…», συνεχίζει ο Μπεσλόφ. Και, δεδομένων «των στενών δεσμών που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσα στον κλάδο και στην κορυφή του κράτους», κανείς δεν διακινδυνεύει να αυξήσει τους ελέγχους στον κλάδο.

Μεταπήδηση στην πολιτική

Προκειμένου να περιοριστούν οι παρεκτροπές, την περίοδο 1994-2004 ψηφίστηκαν τρεις νόμοι: θέσπιση συστήματος αδειών που ελέγχονται από το υπουργείο Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, δημιουργία θεσμικού πλαισίου για τις δραστηριότητες ασφαλείας και ασφάλισης, υποχρέωση μιας ελάχιστης κατάρτισης των ιδιωτικών φρουρών. Ορισμένες εταιρείες άλλαξαν όνομα και διοίκηση, άλλες χρεωκόπησαν και άλλες σταμάτησαν τις παράνομες δραστηριότητες. Η εξομάλυνση έφερε κάποια αποτελέσματα: ο αριθμός των εργαζομένων του κλάδου που εμπλέκονταν με το οργανωμένο έγκλημα μειώθηκε κατά 77% μεταξύ του 1995 και του 2003. Ωστόσο, οι επιχειρηματίες των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας επανεπένδυσαν τα κέρδη τους και, χάρη στις σχέσεις που είχαν αναπτύξει, προσανατόλισαν τις δραστηριότητές τους κυρίως στην ενέργεια, στη βιομηχανία των τυχερών παιχνιδιών, στον τουρισμό ή στα μεγάλα κατασκευαστικά έργα (5). Ορισμένοι στράφηκαν στην πολιτική, όπως ο πρώην καρατέκα Μπόικο Μπορίσοφ, ιδρυτής της εταιρείας Ippon-1 το 1991, ο οποίος στη συνέχεια έγινε βουλευτής, δήμαρχος της Σόφιας και τρεις φορές πρωθυπουργός (2009-2013, 2014-2017 και 2017-2021).

Για να κατανοήσει κάποιος αυτό το δίκτυο διαπλοκής, θα πρέπει να επισκεφθεί το κέντρο της Σόφιας. Δύο «γορίλες» με άγριο ύφος βηματίζουν ανήσυχα μπροστά από ένα υποκατάστημα της δημοτικής τράπεζας. «Αυτήν την ώρα, περιμένουν τη χρηματαποστολή», μας λέει ψιθυριστά ο Νικολάι Στάικοφ, ιδρυτής της ΜΚΟ Anticorruption Fund, ρίχνοντας κάθε τόσο κλεφτές ματιές προς την πλευρά τους. «Αυτοί εδώ οι τύποι, όπως κι εκείνοι της χρηματαποστολής, ανήκουν στην εταιρεία ασφαλείας του Μπορίσοφ. Αν αυτό δεν αποτελεί σύγκρουση συμφερόντων…», συνεχίζει ο πρώην δημοσιογράφος. «Έχουν αναλάβει και την ασφάλεια των αποθηκών της Lukoil Neftohim, του μεγαλύτερου διυλιστηρίου των Βαλκανίων. Και σήμερα γνωρίζουμε ότι ένα μεγάλο μέρος των καυσίμων που παράγονται εκεί πωλούνται στη μαύρη αγορά [μεταξύ 20 και 30%, σύμφωνα με τον Βουλγαρικό Σύνδεσμο Πετρελαίου και Φυσικού Αερίου]. Και αυτοί είναι οι κυριότεροι ύποπτοι.»

Η Εισαγγελία, ένα παντοδύναμο παρακράτος

Ο Στάικοφ δέχθηκε απειλές για τη ζωή του όταν η δράση του ανησύχησε πρώην στελέχη της Εισαγγελίας, κυρίως τον Πέτιο Πετρόφ, διευθυντή ερευνών του γραφείου του εισαγγελέα της πρωτεύουσας μέχρι το 2015. Πριν από τρία χρόνια, ο Πετρόφ προσπάθησε να σφετεριστεί δύο εργοστάσια του Ιλία Ζλατάνοφ, ιδιοκτήτη της Izamet, του μεγαλύτερου κατασκευαστή ανελκυστήρων στη χώρα, «με την κάλυψη των φίλων του που παρέμεναν μέσα στους μηχανισμούς της δικαιοσύνης», εξηγεί ο Στάικοφ. «Από τη μια μέρα στην άλλη, ο Ζλατάνοφ δεν μπορούσε πια να μπει στην επιχείρησή του, που είχε καταληφθεί από την Delta Guard, μια εταιρεία ασφαλείας στην υπηρεσία του Πετρόφ.» Ο Πετρόφ εξαφανίστηκε μετά από τις καταγγελίες της ομάδας του Στάικοφ και την άσκηση δίωξης εναντίον του για «εκβίαση» και για «παράνομες παρακολουθήσεις».

Με αυτόν τον τρόπο, ορισμένες εταιρείες ασφαλείας χρησιμεύουν ως ιδιωτική πολιτοφυλακή για τους ισχυρούς σε όλα τα κλιμάκια της κρατικής εξουσίας: επιδίδονται στην υπεξαίρεση δημόσιου χρήματος, στην εξαγορά ψήφων στα χωριά έως και στην εκβιαστική απόσπαση χρημάτων από επιχειρήσεις. Κι όλα αυτά με την προστασία της Εισαγγελίας, ενός παντοδύναμου παρακράτους, η οποία κατηγορείται ότι «κουκουλώνει» όλες τις διώξεις εναντίον των ολιγαρχών που πρόσκεινται στον Μπορίσοφ και υπάρχουν υπόνοιες ότι εμπλέκονται σε υποθέσεις διαφθοράς (6). «Κατά τη διάρκεια της μετάβασης στο δημοκρατικό καθεστώς, οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις προσέδωσαν στη δικαιοσύνη τεράστια ανεξαρτησία, ακριβώς για να αποφευχθεί η πολιτική παρέμβαση των κομμουνιστών σε αυτήν», εξηγεί η Ναντέζ Ραγκάρου. «Όταν όμως δίνεις μεγάλη εξουσία σε έναν γενικό εισαγγελέα χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να ελεγχθεί, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά πράγματα εάν διατηρεί ανεπίσημες σχέσεις με οικονομικούς παράγοντες.»

Μετά το μεγάλο κίνημα λαϊκής εξέγερσης του Ιουλίου 2020, που απαιτούσε «τερματισμό της δικτατορίας της μαφίας» και κυρίως την παραίτηση του τότε πρωθυπουργού Μπορίσοφ και του τότε γενικού εισαγγελέα Ιβάν Γκέτσεφ, πραγματοποιήθηκαν πέντε βουλευτικές εκλογές από τον Απρίλιο του 2021 ως τον Απρίλιο του 2023, καθώς δεν κατέστη δυνατή η δημιουργία ενός κυβερνητικού συνασπισμού από τις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις. Οι υπηρεσιακές κυβερνήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη και το GERB του Μπορίσοφ κατέληξε σε συμφωνία με το φιλελεύθερο κόμμα Ας Συνεχίσουμε την Αλλαγή (PP-DB) του Κίριλ Πετκόφ, του δεύτερου κόμματος στις τελευταίες εκλογές, για τη δημιουργία κυβέρνησης υπό τον Νικολάι Ντένκοφ. Ο Πετκόφ είχε καταρτίσει ένα πρόγραμμα ενάντια στη διαφθορά που στρεφόταν κατά του Μπορίσοφ και του περιβάλλοντός του. Είχε μάλιστα κατορθώσει να ηγηθεί μιας βραχύβιας κυβέρνησης το 2022, η οποία στη συνέχεια ανατράπηκε από το Κοινοβούλιο. Μετά τη συγκρότηση αυτού του παρά φύση κυβερνητικού συνασπισμού, ο εισαγγελέας Γκέτσεφ αποπέμφθηκε από τους προσκείμενους στο GERB δικαστικούς που ήταν μέλη του Ανώτατου Συμβουλίου του Δικαστικού Σώματος. Επρόκειτο για μία από τις δύο προϋποθέσεις που είχαν τεθεί για τη συγκρότηση του συνασπισμού, στο πλαίσιο της υπόσχεσης για μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης. Έχει ήδη θεσπιστεί η αυστηροποίηση του δικαστικού ελέγχου που ασκείται στον Γενικό Εισαγγελέα –κυρίως όταν αναστέλλει την άσκηση ποινικής δίωξης για προφανώς σοβαρά γεγονότα– και η δυνατότητα διεξαγωγής ανεξάρτητης έρευνας εναντίον του.

Όλα αυτά δεν αποδεικνύονται ωστόσο αρκετά για να καθησυχαστεί όλος ο κόσμος. Ο Μπόρισλαβ Σαράφοφ, ο αντικαταστάτης του Γκέτσεφ, ήταν απλούστατα ο αναπληρωτής του. «Παλιά κεφάλια, νέες αξίες», ειρωνεύεται ο Στάικοφ. Οι επαγγελματίες του κλάδου των ιδιωτικών υπηρεσιών ασφαλείας ζητούν κυρίως την ψήφιση ενός νέου νόμου. «Πρέπει να καταργήσουμε τις παράλογες διατάξεις που ψηφίστηκαν το 2018, όπως για παράδειγμα την απαγόρευση της υπεργολαβίας. Υποτίθεται ότι πρόκειται για ένα μέτρο ελέγχου της παραοικονομίας στον κλάδο, όμως δεν επιτρέπει στις μικρές επιχειρήσεις να δουλέψουν», εξανίσταται ο Πάντσεφ. Για την Ιβάνοβα, «η ιδιωτική ασφάλεια δεν θα πρέπει πλέον να αποτελεί υποδιεύθυνση του υπουργείου Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, αλλά μια συνηθισμένη οικονομική δραστηριότητα, όπως οι υπόλοιπες».

Δεν είναι βέβαιο ότι όλα αυτά θα αποδειχθούν αρκετά για να απαλλαγεί η οικονομία από τη διαφθορά και από τις υπεξαιρέσεις κεφαλαίων. Οι διασυνδέσεις ανάμεσα στις πολιτοφυλακές, τον πολιτικό και τον οικονομικό κόσμο έχουν αποδειχθεί αρκετά ανθεκτικές σε όλες τις απόπειρες ενίσχυσης του ρόλου του κράτους μετά τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ορισμένες εταιρείες άφησαν πίσω το κλασικού τύπου έγκλημα και πέρασαν στην οικονομική εγκληματικότητα «του λευκού κολάρου», εκεί όπου οι δημόσιες επιχειρήσεις και η τοπική αυτοδιοίκηση μοιράζουν συμβάσεις με αντάλλαγμα «εξυπηρετήσεις» και δωροδοκίες. Από υποκατάστατα της αστυνομίας και του εξασθενημένου δικαστικού συστήματος, αυτές οι ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας μετατράπηκαν στο απαραίτητο στήριγμα κάθε πολιτικής εξουσίας.

Charles Perragin

Δημοσιογράφος, μέλος της συλλογικότητας Singulier
Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1«La participation de la sécurité privée à la sécurité générale en Europe», Λευκή Βίβλος, CoESS-INHES, Παρίσι-Βρυξέλλες, Δεκέμβριος 2008.

(2Franziska Klopfer και Nelleke van Amstel (επιμέλεια), «Private security in practice: Case studies from Southeast Europe», Κέντρο της Γενεύης για τη διακυβέρνηση του τομέα της ασφάλειας (DCAF), 2016.

(3Franziska Klopfer και Nelleke van Amstel (επιμέλεια), «A Force for good? Mapping the private security landscape in Southeast Europe», DCAF, 2015.

(4ό.π.

(5Felia Allum και Stan Gilmour (επιμέλεια), Handbook of Organised Crime and Politics, Edward Elgar Publishing, Cheltenham, 2019.

(6Jean-Baptiste Chastand, «Le procureur général, “intouchable” figure du système judiciaire bulgare», «Le Monde», 13 Οκτωβρίου 2020.

Μοιραστείτε το άρθρο