el | fr | en | +
Accéder au menu

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Είκοσι χρόνια από την εισβολή στο Ιράκ: «Να τιμωρηθεί η Γαλλία, να αγνοηθεί η Γερμανία»

Την 1η Μαΐου 2003, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους ανακοίνωσε –εσφαλμένα– ότι τα στρατεύματα της χώρας του είχαν εκπληρώσει την «αποστολή» τους στο Ιράκ. Ωστόσο, τουλάχιστον σε ένα σημείο, η νίκη των ΗΠΑ γίνεται πραγματική είκοσι χρόνια αργότερα: καμία κύρωση δεν ακολούθησε την επίθεσή τους. Και εκείνοι που την υπερασπίστηκαν (συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογράφων) εξακολουθούν να πριμοδοτούν τον πόλεμο στις διεθνείς σχέσεις.

Τα κράτη που έχουν ενοχοποιηθεί για επίθεση δεν τιμωρούνται όλα με τον ίδιο τρόπο. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου 1919) χαρακτηρίστηκε «διάταγμα» που επιβλήθηκε από τον Ζορζ Κλεμανσό σε μια ηττημένη χώρα, τη Γερμανία. Στις 22 Ιουνίου του 1940, αφού πήρε την εκδίκησή του, το Βερολίνο επέμεινε η ήττα της Γαλλίας να επισημοποιηθεί στο δάσος της Κομπιένης, στην ίδια τοποθεσία και στο ίδιο βαγόνι με εκείνα στα οποία η Γερμανία είχε υποχρεωθεί να υπογράψει την εκεχειρία, στις 11 Νοεμβρίου του 1918. Καλύτερα να μην σπαταλήσουμε χρόνο ψάχνοντας για μια τόσο απόλυτη αντιστοιχία καταστάσεων στην περίπτωση του Ιράκ και των ΗΠΑ, που επίσης διεξήγαγαν δύο πολέμους κοντινούς χρονικά μεταξύ τους.

Κατά τη διάρκεια του πρώτου, που φέρνει αντιμέτωπη τη Βαγδάτη με τις δυνάμεις της Δύσης, ο Σαντάμ Χουσεΐν είναι ο επιτιθέμενος: στις 2 Αυγούστου 1990, οι στρατιές του εισβάλλουν σε ένα κυρίαρχο κράτος, το Κουβέιτ, το προσαρτούν και το κάνουν την δέκατη ένατη επαρχία της χώρας του. Η διεθνής καταδίκη του Ιράκ είναι ομόφωνη στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο δίνει την έγκριση για μια αστραπιαία στρατιωτική επιχείρηση, κυρίως από δυνάμεις της Δύσης. Η επιχείρηση αυτή αναγκάζει τα ιρακινά στρατεύματα να αποχωρήσουν από το εμιράτο ύστερα από τρεις εβδομάδες εντατικών βομβαρδισμών και χερσαίων μαχών. Στη συνέχεια, το Ιράκ βρίσκεται αντιμέτωπο με εμπάργκο και με ανελέητες κυρώσεις. Κατά την περίοδο των δέκα επόμενων χρόνων, οι κυρώσεις αυτές θα οδηγήσουν στον θάνατο πολλές εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες, πολλές φορές παιδιά, λόγω έλλειψης πόσιμου νερού και φαρμάκων.

Ακόμα και αυτός ο Γολγοθάς δεν είναι αρκετός. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, ο πρόεδρος Τζορτζ Μπους αποφασίζει να τα βάλει ξανά με αυτήν τη χώρα. Τούτη τη φορά, με την πρόφαση της πρόληψης άλλων επιθέσεων στις ΗΠΑ με «όπλα μαζικής καταστροφής» –αν και εκείνες που μόλις είχαν διαπραχθεί εναντίον του World Trade Center και του Πενταγώνου είχαν ως αυτουργούς δεκαπέντε Σαουδάραβες και κανέναν Ιρακινό. Πρόκειται για ένα εφεύρημα των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών, που διαδόθηκε αμέσως από τον Λευκό Οίκο και τα κυριότερα δυτικά μέσα ενημέρωσης (με πρωτοστάτες τους «New York Times», τον «Economist» και την «Washington Post»), χωρίς να ξεχνάμε την πλειοψηφία των εκλεγμένων στα δύο νομοθετικά σώματα (ένας εκ των οποίον ήταν ο Τζο Μπάιντεν, τότε γερουσιαστής του Ντέλαγουεαρ), καθώς και μια χούφτα εξόριστων Ιρακινών αντιφρονούντων.

Έτσι, τον Μάρτιο του 2003, χωρίς εντολή από τον ΟΗΕ, με μια πρόφαση εξίσου κίβδηλη με εκείνη που προέβαλε η Ρωσία δεκαεννέα χρόνια αργότερα προκειμένου να εισβάλει στη γειτονική της Ουκρανία, ένας αγγλοαμερικανικός συνασπισμός σαράντα οκτώ κρατών συνολικά –μεταξύ των οποίων η Πολωνία, η Ιταλία, η Ουκρανία, η Ισπανία, η Γεωργία και η Αυστραλία– επιτίθεται για ακόμα μία φορά στο Ιράκ. Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Κόλιν Πάουελ είχε ισχυριστεί λίγο νωρίτερα ότι, «όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων στο Συμβούλιο Ασφαλείας», ο πρόεδρος των ΗΠΑ διαθέτει «την εξουσία και το δικαίωμα να δράσει για την υπεράσπιση του αμερικανικού λαού και των γειτόνων [του]» (1). Και πέντε χρόνια νωρίτερα, η προκάτοχός του, από τους Δημοκρατικούς, Μαντλίν Ολμπράιτ είχε προειδοποιήσει: «Εάν πρέπει να καταφύγουμε στη βία, είναι επειδή είμαστε Αμερικανοί. Είμαστε το απαραίτητο έθνος. Στεκόμαστε στο ύψος μας. Βλέπουμε μακρύτερα» (2).

Ούτε εμπάργκο, ούτε μποϊκοτάζ στην Κόκα Κόλα

Όταν η Γαλλία και η Γερμανία εκφράζουν την αντίθεσή τους στη στρατιωτική αποστολή της Δύσης, η «Wall Street Journal», όργανο των νεοσυντηρητικών, τους εξηγεί, πολύ ενοχλημένη, ότι από εδώ και στο εξής υπάρχουν δύο τρόποι διευθέτησης των διεθνών υποθέσεων: «η παραδοσιακή οδός, συχνά μπερδεμένη, του διεθνούς συμβιβασμού και της συναίνεσης, την οποία προτιμούν συχνά οι Ευρωπαίοι και η άλλη, λιγότερο γραφειοκρατική και ταχύτερη, που προτιμά η Ουάσιγκτον: οι ΗΠΑ λαμβάνουν μονομερώς τις πιο σημαντικές αποφάσεις και κατόπιν επιχειρούν να σχηματίσουν συνασπισμούς» (3). Όμως, με ποιον σκοπό ακριβώς; Ο πρόεδρος Μπους θα τον συνοψίσει επισήμως τον Ιανουάριο του 2005: «Η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών είναι να στηρίζει τα δημοκρατικά κινήματα και τους δημοκρατικούς θεσμούς σε κάθε έθνος και σε κάθε πολιτισμό, με απώτερο σκοπό να βάλει τέλος στην τυραννία σε όλο τον κόσμο» (4).

Τη στιγμή εκείνης της παραληρηματικής διακήρυξης, το Ιράκ έχει καταστραφεί, ο αμερικανικός πόλεμος συνεχίζεται, πολλές δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν ήδη χάσει τη ζωή τους εξαιτίας του, εκατομμύρια είναι πρόσφυγες ή εκτοπισμένοι. Ωστόσο, η κάθοδος της χώρας στην κόλαση δεν έχει τελειώσει. Θα φτάσει στο απόγειό της το 2014 όταν το Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ ή ΙΣΙΣ) θα θέσει υπό τον έλεγχό του ένα μέρος των εδαφών του Ιράκ.

Δεδομένου ότι σήμερα δεν γίνεται καμία συζήτηση ούτε για αυτόν τον καταστροφικό απολογισμό (με εξαίρεση μερικούς φανατικούς) ούτε για τον παράνομο χαρακτήρα του πολέμου που πυροδότησαν οι ΗΠΑ, ποιες είναι οι κυρώσεις που απέρρευσαν από μια τέτοια χιονοστιβάδα ολέθρου και μια τόσο απόλυτη παραβίαση του διεθνούς δικαίου; Καμία. Ούτε εμπάργκο, ούτε πάγωμα περιουσιακών στοιχείων, ούτε απαίτηση αποζημιώσεων, ούτε νομική διαδικασία στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, ούτε κλείσιμο των ΜακΝτόναλντς, ούτε μποϊκοτάζ στην Κόκα-Κόλα… Όχι μόνο κανείς δεν απαιτεί κάτι ανάλογο, αλλά, με την πτώση της Βαγδάτης τον Απρίλιο του 2003, υπερισχύουν οι αντίστροφες ανησυχίες. Όλοι τότε προσπαθούν να κατευνάσουν την οργή του επιτιθέμενου, ο οποίος, σκανδαλισμένος επειδή τον απαρνήθηκαν δύο εκ των Ευρωπαίων συμμάχων του, θέλει, σύμφωνα με μια διάσημη ατάκα που αποδίδεται στην Κοντολίζα Ράις, τότε σύμβουλο εθνικής ασφάλειας του προέδρου Μπους, «να τιμωρηθεί η Γαλλία, να αγνοηθεί η Γερμανία και να συγχωρεθεί η Ρωσία».

Να τιμωρηθεί η Γαλλία… Ο Μορίς Γκουρντό-Μοντάν, διπλωματικός σύμβουλος της γαλλικής Προεδρίας από το 2002 έως το 2007, λέει πως η συνάντησή του με τον Πολ Γούλφοβιτς, τον Αμερικανό υφυπουργό Άμυνας, λίγες εβδομάδες πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, «αποτέλεσε αναμφισβήτητα μία από τις πιο δυσάρεστες στιγμές της μακράς διπλωματικής σταδιοδρομίας μου. (…) Τα πάντα στη στάση του, στο βλέμμα του, στις χειρονομίες του, στο τεντωμένο προς το μέρος μου δάχτυλό του, τόνιζαν πόσο λίγο εκτιμούσε τη Γαλλία και τους ηγέτες της, που για εκείνον ενσάρκωναν την ηττοπάθεια και τη δειλία» (5). Στα απομνημονεύματά του, ο Ζακ Σιράκ αναφέρει μια άλλη συνάντηση, αυτή τη φορά μεταξύ του Γκουρντό-Μοντάν και της Κοντολίζα Ράις. Λίγο μετά την πτώση της Βαγδάτης, ο απεσταλμένος του Μεγάρου των Ηλυσίων προτείνει το Παρίσι να συνεργαστεί με τις αρχές κατοχής. Η Ράις ενίσταται: «Έχουμε πληρώσει αυτή τη νίκη με τα χρήματά μας και με το αίμα των στρατιωτών μας. Δεν σας χρειαζόμαστε» (6). Όπως θυμάται σχετικά ο Ζεράρ Αρό, τότε διευθυντής στρατηγικών υποθέσεων στο γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών, οι ΗΠΑ «δεν απέφυγαν κανενός είδους μικροπρέπεια προκειμένου να μας ταπεινώσουν σε όλα τα φόρα όπου μπορούσαν να μας τιμωρήσουν για τη στάση μας, εναντιώνονταν στον διορισμό Γάλλων στους διεθνείς οργανισμούς, (…) άφηναν να υπονοηθεί ότι η Γαλλία είχε στείλει όπλα στον Σαντάμ Χουσεΐν» (7).

Αρκετά σύντομα, ωστόσο, η στρατιωτική «περιπετειούλα» που είχε παρουσιαστεί ως θριαμβευτική εξελίσσεται άσχημα: οι λεηλασίες και οι επιθέσεις πληθαίνουν, το χάος γενικεύεται, σουνίτες και σιίτες αλληλοσκοτώνονται, πολλοί Αμερικανοί στρατιώτες χάνουν τη ζωή τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, η «διεθνής κοινότητα», η οποία είχε εξευτελιστεί λίγες εβδομάδες νωρίτερα, ξαναγίνεται χρήσιμη για την Ουάσιγκτον. Χρήσιμη για τον κατευνασμό: «Οι Αμερικανοί δεν άργησαν να αντιληφθούν ότι χρειάζονταν τη Γαλλία προκειμένου να ψηφιστούν οι μεταπολεμικές αποφάσεις για το Ιράκ στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας», εξηγεί ο Γκουρντό-Μοντάν. «Από τον Ιούνιο του 2003 και έπειτα, η Κοντολίζα Ράις με καλεί πριν από κάθε διαβούλευση στο Συμβούλιο Ασφαλείας προκειμένου να εναρμονιστούν οι θέσεις των δύο χωρών μας. Μαζί θα εργαστούμε για την ομόφωνη υιοθέτηση όλων των αποφάσεων που θα υποβληθούν επί του θέματος.» Οπότε, το ψήφισμα 1511 που υιοθετήθηκε ομόφωνα από το Συμβούλιο Ασφαλείας, με συμπεριλαμβανόμενες τη Γαλλία, την Κίνα και τη Ρωσία, εγκρίνει το αμερικανικό προτεκτοράτο του Ιράκ και την παραβίαση του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.

Καμία τιμωρία του ενόχου, λοιπόν. Τουναντίον, άφθονα δωράκια… Πρώτο απ’ όλα: οι ΗΠΑ κρατούν για τον εαυτό τους τα πιο παχυλά πετρελαϊκά συμβόλαια του Ιράκ. Ορισμένα μέλη της στενής ομάδας του Αμερικανού προέδρου, που ήταν και πρώην κυβερνήτης του Τέξας, είναι ειδήμονες στο συγκεκριμένο αντικείμενο: ο αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι υπήρξε πρόεδρος της Halliburton, της γιγαντιαίας τεχνικής εταιρείας του πετρελαϊκού τομέα, ενώ η Κοντολίζα Ράις επί εννέα χρόνια εξάσκησε τα ταλέντα της στην υπηρεσία της Chevron. Μία ακόμη θεόσταλτη σύμπτωση: πολλές επιχειρήσεις που ευνοήθηκαν από τον νικητή είχαν χρηματοδοτήσει την προεδρική εκστρατεία του Τζορτζ Μπους (8). Τέλος, αφού το Ιράκ είναι ταυτόχρονα κατεστραμμένο και υπό αμερικανική κηδεμονία, η Ουάσιγκτον ζητά από τους πιστωτές της Βαγδάτης, με πρώτη τη Γαλλία, να παραιτηθούν από την αποπληρωμή του χρέους που είχε συνάψει ο πρώην δικτάτοράς του. Ο Γκουρντό-Μοντάν αφηγείται: «Μετά το διάβημα στο οποίο προέβη στις πρωτεύουσες ο [πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ] Τζέιμς Μπέικερ, θα διευκολύνουμε τη διαχείριση του ιρακινού χρέους (ύψους 80 δισεκατομμυρίων δολαρίων) προς τη Γαλλία, πεπεισμένοι πως η απόφαση αυτή (…) θα μπορούσε να συμβάλει ώστε να επιτραπεί η επανέναρξη του διαλόγου με τους εταίρους μας». Και σχολιάζει: «Μολονότι τα γεγονότα μάς δικαίωναν σε μεγάλο βαθμό, αποφεύγαμε να διατυμπανίσουμε πως είχαμε βγει σωστοί». Οι σύμμαχοι των ΗΠΑ ξέρουν να δείχνουν μεγαλοψυχία όταν η Ουάσιγκτον έχει τιμωρητική διάθεση.

Στη Γαλλία, μολαταύτα, η απερίφραστα εχθρική στάση του Σιράκ –επικεφαλής του τότε επονομαζόμενου «στρατοπέδου για την ειρήνη»– στην εισβολή στο Ιράκ υποστηρίχθηκε από τους συμπολίτες του. Σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε από την εφημερίδα «Le Figaro» στις 28 Απριλίου 2003, το 84% των Γάλλων έκρινε ότι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας «είχε δίκιο που αντιτάχθηκε στις ΗΠΑ». Όπως θα αποκαλύψει ο ίδιος αργότερα, «από την πλευρά των ελίτ ή των υποτιθέμενων ελίτ ήταν που ακούστηκαν διαφωνίες. Μεταξύ ορισμένων διπλωματών μας τείνει να εξαπλωθεί μια σιωπηρή αλλά αισθητή ανησυχία, σχετικά με τον ενδεχόμενο κίνδυνο απομόνωσης της Γαλλίας. Λαμβάνω τα πιο επιτακτικά μηνύματα από το MEDEF [Κίνημα Γαλλικών Επιχειρήσεων] και από ορισμένους επιχειρηματίες του CAC 40 [των 40 μεγαλύτερων εταιρειών στο παρισινό χρηματιστήριο], που με συμβουλεύουν να επιδείξω μεγαλύτερη ελαστικότητα προς τις ΗΠΑ, ειδάλλως οι επιχειρήσεις μας θα οδηγηθούν στην απώλεια σημαντικών αγορών. (…) Τα ρεύματα υπέρ του ατλαντισμού εντός της πλειοψηφίας όσο και εντός της αντιπολίτευσης δεν υπολείπονται σε πιέσεις» (9).

Χάρη στις αποκαλύψεις του WikiLeaks και στον Τζούλιαν Ασάνζ, θα μάθουμε αργότερα ότι οι κύριοι Φρανσουά Ολάντ και Πιέρ Μοσκοβισί ήταν μεταξύ αυτών των «ατλαντιστών της αντιπολίτευσης». Το 2006 είχαν μάλιστα μεταβεί στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο Παρίσι προκειμένου να ενημερώσουν την Ουάσιγκτον ότι, σε περίπτωση εκλογής σοσιαλιστή στο Μέγαρο των Ηλυσίων την επόμενη χρονιά, ο πρόεδρος Μπους δεν θα είχε να πια λόγους να φοβάται ότι θα δεχθεί υπερβολικά σφοδρές κριτικές για την πολιτική του.

Η τριάδα των παθιασμένων φιλοαμερικανών

Η προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με τις επικυρίαρχες ΗΠΑ, ακόμη και η υπεράσπιση της πολιτικής τους, ήταν η επιλογή που έκαναν και τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία όμως γίνονται λιγότερο διπλωματικά όταν οι επιτιθέμενοι δεν είναι οι διοικητές του ΝΑΤΟ. Στη Γαλλία θα βρούμε λοιπόν πρόθυμους αναμεταδότες των κατηγορητηρίων του αμερικανικού Τύπου κατά του Γάλλου προέδρου. Έτσι, λίγο πριν η εβδομαδιαία εφημερίδα «US News and World Report» γράψει ότι «στην Ευρώπη, η δειλία και ο κατευνασμός του Χίτλερ τη δεκαετία του 1930 μοιάζουν με τη θλιβερή απόδοση της Γαλλίας και της Γερμανίας σήμερα. (…) Και στις δύο περιπτώσεις, η Γαλλία είχε έναν αδύναμο ηγέτη, αναίσθητο απέναντι στον αυξανόμενο έξωθεν κίνδυνο και σε έναν αντισημιτισμό που κέρδιζε έδαφος» (10), ο Πασκάλ Μπρυκνέρ είχε ήδη αναπτύξει την ίδια επιχειρηματολογία. Στρεφόμενος εναντίον της «Le Monde diplomatique», ένοχης για τον τίτλο «Η αυτοκρατορία κατά του Ιράκ», γράφει: «Εάν η απόβαση του 1944 συνέβαινε στις μέρες μας, στοιχηματίζουμε ότι ο θείος Αδόλφος θα έχαιρε της συμπάθειας αμέτρητων ανθρωπιστών και ριζοσπαστών της άκρας Αριστεράς, με την αιτιολογία ότι ο Θείος Σαμ θα προσπαθούσε να τον συντρίψει» (11).

Ωστόσο, εκείνη την περίοδο, το φιλοαμερικανικό στρατόπεδο εκτείνεται πολύ πιο πέρα από την τριάδα των παθιασμένων που απαρτίζουν ο Μπρυκνέρ, ο Ρομέν Γκουπίλ και ο Αντρέ Γκλικσμάν, καθώς σε αυτό εμπλέκονται οι Ντομινίκ Μοϊζί, Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ, Μπερνάρ Κουσνέρ, Στεφάν Κουρτουά, Ζεράρ Γκρινμπέργκ και Φρανσουάζ Τομ. Ο διευθυντής της «L’Express», Ντενί Ζαμπάρ, γκρινιάζει επειδή «παραχορτασμένος από ανέσεις, ο δυτικός κόσμος δεν θέλει πια να διατρέξει τον παραμικρό κίνδυνο. Ούτε καν τον κίνδυνο να αγωνιστεί για να υπερασπιστεί τα ιδανικά του» (6 Μαρτίου 2003), ενώ ο Κλοντ Εμπέρ, αρθρογράφος και ιδρυτής του «Le Point», πιστεύει ότι έχει ξετρυπώσει τον πραγματικό λόγο της εχθρότητας του Σιράκ απέναντι στον πόλεμο: «Στη Γαλλία, έχουμε να διαχειριστούμε μια μουσουλμανική μετανάστευση. Και μια αραβική πολιτική (…) που παραμένει ιερή αγελάδα για το υπουργείο Εξωτερικών» (21 Μαρτίου 2003). Ο Εμπέρ παραδέχεται ότι η Αμερική «κατά την εφαρμογή των αντιποίνων της, έκανε λάθη που μπορούσαν να προβλεφθούν», υπενθυμίζει ωστόσο ότι «οι δικές της φτερούγες είναι εκείνες που προστατεύουν τις ελευθερίες και τα αγαθά μας» (4 Απριλίου 2003).

Η αντίληψη ότι η Γαλλία οφείλει να βοηθήσει την Ουάσιγκτον να κανονικοποιήσει την παρουσία της στο Ιράκ επαναλαμβάνεται από τη «Libération» (Σερζ Ζυλί), τον «Nouvel Observateur» (Λοράν Ζοφρέν), τον ραδιοφωνικό σταθμό «France Inter» (Μπερνάρ Γκετά) και πολλά άλλα μέσα ενημέρωσης. Ήταν σημαντικό, θεωρεί ο Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, «να σωθούν οι στρατιώτες Μπους και Μπλερ από αυτή την καταστροφή» ώστε να καταπολεμηθεί «η άνοδος της διεθνούς τρομοκρατίας». Ήταν επίσης σημαντικό να αντιμετωπιστεί «ο αντιαμερικανισμός που τροφοδότησε ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν» (Κουσνέρ), ο οποίος «ακολουθήθηκε κατά πόδας από έναν απροκάλυπτο αντισημιτισμό» (Ζυλί). Στις 4 Απριλίου 2003, ο Γκετά αποφασίζει και διατάσσει: «Δεν υπάρχει λόγος για δισταγμό. Σίγουρα κάθε δημοκράτης θέλει τη νίκη των ΗΠΑ». Ο φίλος του ο Ζοφρέν δεν διαφωνεί: «Θα ήταν καλύτερο να τα καταφέρει ο Μπους».

Στη Γαλλία, όπως και στις ΗΠΑ, τα περισσότερα από τα «γεράκια» του πολέμου στο Ιράκ έκαναν λαμπρές καριέρες και υποστήριξαν και άλλους πολέμους. Μάλιστα, ο Μπους έγινε ο λατρεμένος των Δημοκρατικών αφότου όρθωσε το ανάστημά του στον Τραμπ. Τυχαίνει όμως να κάνει και νέα λάθη. Όπως τον Μάιο της περσινής χρονιάς, όταν επέκρινε τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τη «βίαιη και εντελώς αδικαιολόγητη εισβολή του στο Ιράκ», προτού το «μαζέψει» λίγο ντροπιασμένος και αμήχανος…

Serge Halimi

Συντάκτης της «Le Monde diplomatique»
μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Αναφέρεται από τη Phyllis Bennis, «The UN, the US and Iraq», «The Nation», Νέα Υόρκη, 11 Νοεμβρίου 2002.

(2Συζήτηση στο NBC, 19 Φεβρουαρίου 1998.

(3«How France, Germany united to undermine US designs on Iraq», «The Wall Street Journal», Νέα Υόρκη, 26 Μαρτίου 2003.

(4Εναρκτήρια ομιλία, 20 Ιανουαρίου 2005.

(5Maurice Gourdault-Montagne, Les autres ne pensent pas comme nous, Bouquins, Παρίσι, 2022.

(6Jacques Chirac, Le Temps présidentiel. Mémoires, Nil, Παρίσι, 2011. Βλ. επίσης Vincent Nouzille, Dans le secret des présidents, Fayard-LLL, Παρίσι, 2010.

(7Gérard Araud, Passeport diplomatique. Quarante ans au Quai d’Orsay, Grasset, Παρίσι, 2019.

(8Βλ. Ibrahim Warde, «Irak, l’Eldorado perdu», «Le Monde diplomatique», Μάιος 2004.

(9Jacques Chirac, ό.π.

(10John Leo, «Springtime for Saddam», «US News and World Report», 17 Μαρτίου 2003.

(11Pascal Bruckner, «Paradoxal pacifisme», «Le Monde», 4 Φεβρουαρίου 2003.

Μοιραστείτε το άρθρο