el | fr | en | +
Accéder au menu

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Δεξιά στροφή στη Νέα Ζηλανδία

Στα τέλη Φεβρουαρίου, η νέα συντηρητική κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας ανακοίνωσε μια πολιτική «σκληρής αγάπης» (tough love) για την κοινωνική πρόνοια. Στόχος της είναι να πάρει πίσω τα πενιχρά επιδόματα της πολιτικής της «καλοσύνης» της προηγούμενης κυβέρνησης των Εργατικών.

Τον Οκτώβριο του 2017, το Εργατικό Κόμμα Νέας Ζηλανδίας (NZLP) επέστρεψε στην εξουσία μετά από εννέα χρόνια στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Μερικές εβδομάδες πριν από τις εκλογές, ο κεντροαριστερός σχηματισμός ήταν ακόμα βυθισμένος στο τέλμα της τεράστιας έλλειψης δημοτικότητας –η τέταρτη διαδοχική εκλογική ήττα διαφαινόταν αναπόφευκτη. Όμως, σε μια ύστατη προσπάθεια για να σωθεί η κατάσταση, ο Άντριου Λιτλ, ο αρχηγός του κόμματος, κατέθεσε τα όπλα και παραχώρησε τη θέση του στην αναπληρώτριά του Τζασίντα Άρντερν. Σε χρόνο μηδέν, η αλλαγή αυτή είχε σημαντικές επιπτώσεις. Η δημοτικότητα των Εργατικών εκτοξεύτηκε. Σε ολόκληρη τη χώρα, κατενθουσιασμένα πλήθη συνέρρεαν στις προεκλογικές συγκεντρώσεις της υποψήφιας, η οποία δεν άργησε να ξεπεράσει στις δημοσκοπήσεις τον αντίπαλό της, τον ηγέτη του κεντροδεξιού Νεοζηλανδικού Εθνικού Κόμματος (NZNP).

Η Άρντερν ήταν χαρισματική και απόλυτα εξοικειωμένη με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η υπόσχεσή της για αλλαγή ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την οικονομική ορθοδοξία με την οποία η χώρα συμμορφωνόταν με ζήλο μέχρι εκείνη τη στιγμή: «Ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε», δήλωνε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας της, εξαγγέλλοντας την πρόθεσή της να καταπολεμήσει την παιδική φτώχεια και τη στεγαστική κρίση. Όταν ανήλθε στην εξουσία –με την υποστήριξη του κοινωνικά συντηρητικού αλλά αντινεοφιλελεύθερου κόμματος Πρώτα η Νέα Ζηλανδία (ΝΖFP) και του αριστερού Πράσινου Κόμματος της Αοτεαρόα– έγινε η νεαρότερη ηγέτης της χώρας τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, καθώς και η νεαρότερη γυναίκα αρχηγός κράτους παγκοσμίως.

Έξι χρόνια αργότερα, οι Εργατικοί υπέστησαν μια ταπεινωτική ήττα. Στις εκλογές του περασμένου Δεκεμβρίου απέσπασαν λιγότερο από το 27% των ψήφων. Ο νέος πρωθυπουργός Κρίστοφερ Λούξον, εκατομμυριούχος πρώην επιχειρηματίας, είναι πλέον επικεφαλής μιας κυβέρνησης που εμφανίζεται ως η πλέον δεξιά από τη δεκαετία του 1990. Εκτός από το NZNP, στον κυβερνητικό συνασπισμό συμμετέχουν το υπερφιλελεύθερο ACT και το ΝΖFP. Η προεκλογική εκστρατεία του τελευταίου έβαλλε εναντίον της επίδειξης ηθικής ανωτερότητας εκ μέρους της προηγούμενης κυβερνητικής πλειοψηφίας… στην οποία όμως είχε συμμετάσχει.

Τον Ιανουάριο του 2023, επικαλούμενη το γεγονός ότι είχε φτάσει στα όρια της υπερκόπωσης, η Άρντερν παραιτήθηκε ξαφνικά. Ο αντικαταστάτης της Κρις Χίπκινς απέδωσε το πρόσφατο εκλογικό ράπισμα στις συνέπειες της Covid και στην εκρηκτική αύξηση του κόστους ζωής. Η ήττα όμως οφείλεται και σε μια πολιτική χρεοκοπία: όσο κι αν η φιλόδοξη ρητορική της Άρντερν τής εξασφάλισε χειροκροτήματα στη διεθνή σκηνή, όσο κι αν δεν έπαψε να αγωνίζεται προσπαθώντας να την υλοποιήσει, στην πραγματικότητα δεν είχαν απομείνει πολλά πράγματα από τις προγραμματικές της φιλοδοξίες. Και το Εργατικό Κόμμα αφήνει πίσω του μια χαμένη ευκαιρία, ιστορικής κλίμακας για τη νεοζηλανδική Αριστερά.

Ιστορικά υψηλή δημοτικότητα

Η στροφή της χώρας στο νεοφιλελευθερισμό είχε σημαδευτεί από τη βαναυσότητά της, αλλά και από το γεγονός ότι είχε υλοποιηθεί από το σημαντικότερο κόμμα της Αριστεράς. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, οι κυβερνήσεις των Εργατικών υπερασπίζονταν ένα κοινωνικό κράτος «από την κούνια έως τον τάφο», συγκρίσιμο με εκείνο των σκανδιναβικών χωρών. Όμως, το 1984, το Εργατικό Κόμμα απαρνήθηκε την παράδοση αυτή. Μετέτρεψε μία από τις πιο προστατευμένες οικονομίες στον κόσμο σε μια ξέφραγη αγορά, απορρυθμίζοντας τον χρηματοοικονομικό τομέα, ιδιωτικοποιώντας τη δημόσια περιουσία κ.ο.κ. Όταν αποδοκιμάστηκε από τους ψηφοφόρους το 1990, παρέδωσε την εξουσία στο Εθνικό Κόμμα, που συνέχισε την πολιτική των προκατόχων του με ακόμα μεγαλύτερη σφοδρότητα. Η φτώχεια εκτινάχθηκε και οι ανισότητες βάθυναν με εντυπωσιακό τρόπο (1). Όσο κι αν ορισμένες υπερβολές, από τις πλέον εξόφθαλμες, διορθώθηκαν σταδιακά, κυρίως από την κυβέρνηση των Εργατικών της Έλεν Κλαρκ (1999-2008), οι πυλώνες της αντιμεταρρύθμισης παρέμειναν άθικτοι. Το 2017, οι κοινωνικές δαπάνες παρέμεναν χαμηλότερες από τις προδιαγραφές που έχει ορίσει ο ΟΟΣΑ και οι τιμές της στέγης συγκαταλέγονταν στις πλέον απαγορευτικές παγκοσμίως (2).

Υπό αυτές τις συνθήκες, η Άρντερν εμφανίστηκε, για ένα χρονικό διάστημα, αποφασισμένη να ενσαρκώσει τη ρήξη: χαρακτήρισε τον καπιταλισμό ως «εμφανέστατη αποτυχία», τουλάχιστον όσον αφορά το στεγαστικό ζήτημα. «Τι νόημα έχει η οικονομική ανάπτυξη εάν έχουμε περισσότερους άστεγους από οποιαδήποτε άλλη αναπτυγμένη χώρα στον κόσμο;», παρατήρησε στην πρώτη συνέντευξη που έδωσε μετά την εκλογή της (3). Η κυβέρνησή της προσδιόρισε τις προθέσεις της: μείωση της παιδικής φτώχειας κατά το ήμισυ και χρηματοδότηση της ανέγερσης 100.000 κατοικιών μέσα σε δέκα χρόνια.

Ωστόσο, ήδη από τη σύλληψή του, το πρόγραμμα της πρωθυπουργού έκρυβε μια αντίφαση. Από τη μια μεριά αφορά την καταδίκη του νεοφιλελευθερισμού και, από την άλλη, τον σεβασμό των «κανόνων δημοσιονομικής υπευθυνότητας» προκειμένου να καθησυχαστεί ο επιχειρηματικός κόσμος. Η Άρντερν δεσμεύτηκε να εξασφαλίσει πλεονάσματα, να μειώσει το ύψος των δημόσιων δαπανών από το 35% στο 30% του ΑΕΠ της χώρας (4) και να διατηρήσει το χρέος κάτω από το 20% του ΑΕΠ, ένα επίπεδο ωστόσο πολύ χαμηλό συγκριτικά με εκείνο των περισσότερων ευρωπαϊκών και βορειοαμερικανικών οικονομιών.

Η Άρντερν παραιτήθηκε επίσης από το σχέδιό της να επιβάλει φόρο στις υπεραξίες από μετοχικά κεφάλαια, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα φόρο που ισχύει ήδη σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ και τον οποίο για μεγάλο χρονικό διάστημα υποστήριζε το κόμμα της ως μέσο για την αντιμετώπιση της κερδοσκοπίας στον τομέα των ακινήτων. Έτσι, με δική της επιλογή, η κυβέρνηση ψαλίδισε η ίδια τα φτερά που υποστήριζε ότι ήθελε να ανοίξει. Για να χρηματοδοτήσει ένα πρόγραμμα που φιλοδοξούσε, μεταξύ άλλων, να αυξήσει τον κατώτατο μισθό και τις κοινωνικές δαπάνες, να μειώσει το αποτύπωμα άνθρακα των συγκοινωνιών και να φυτέψει ένα δισεκατομμύριο δέντρα, ο κυβερνητικός συνασπισμός απαγόρευσε στον εαυτό του την προσφυγή στον δανεισμό και στη φορολόγηση των πλούσιων.

Οι σκόπελοι που απειλούσαν μια τέτοια προσέγγιση δεν άργησαν να εμφανιστούν. Το πρόγραμμα KiwiBuild, στο οποίο είχε δοθεί τεράστια προβολή, προέβλεπε τη σταδιακή αύξηση της ανέγερσης κατοικιών, 1.000 τον πρώτο χρόνο και στη συνέχεια έως 12.000 ετησίως. Όμως, έναν χρόνο μετά τη δρομολόγηση του εγχειρήματος, είχαν κατασκευαστεί μόλις 258 σπίτια και η κυβέρνηση παραιτήθηκε από τον αρχικό στόχο της (5). Αντίθετα με την πολιτική των εργατικών κυβερνήσεων της δεκαετίας του 1970, που δεν είχαν διστάσει να χρηματοδοτήσουν τα στεγαστικά προγράμματα με δημόσια κονδύλια, η πρωθυπουργός και η ομάδα της προτίμησαν να βασιστούν στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος τους διαβεβαίωσε για τις καλές του προθέσεις, πριν στραφεί, σε μια περίοδο όπου η αγορά βρισκόταν σε υπερθέρμανση, στην αναζήτηση πολύ υψηλότερων κερδών αλλού.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας των Εργατικών, σοβαρές κρίσεις έθεσαν σε δεύτερη μοίρα τα κοινωνικά αυτά διακυβεύματα. Στις 15 Μαρτίου 2019, ένας υπέρμαχος της φυλετικής υπεροχής των λευκών εκτέλεσε με τυφέκιο εφόδου 51 μουσουλμάνους στο τζαμί του Κράισττσερτς. «Η ιστορία μας άλλαξε για πάντα. Το ίδιο θα πρέπει να ισχύσει και για τους νόμους μας», δήλωσε η Άρντερν την ίδια ημέρα. Αμέσως μετά το γεγονός, το Κοινοβούλιο ψήφισε νόμο για την απαγόρευση των ημιαυτόματων όπλων, που οδήγησε στην απόσυρση 62.000 τέτοιων τυφεκίων. Οι εικόνες της πρωθυπουργού να εκφράζει τα συλλυπητήριά της στις οικογένειες των θυμάτων φορώντας μουσουλμανική μαντίλα έκαναν τον γύρο του κόσμου.

Πριν από το δράμα του του Κράισττσερτς, η Άρντερν απολάμβανε ήδη μια παγκόσμια δημοφιλία, άνευ προηγουμένου για Νεοζηλανδό ηγέτη. Ο διεθνής Τύπος αντιμετώπιζε την εκλογή της ως βασικό συστατικό μιας παγκόσμιας απάντησης στον Ντόναλντ Τραμπ, ισάξια με εκείνες των Τζάστιν Τριντό ή του Εμμανουέλ Μακρόν. Εξάλλου, δύο μήνες μετά τη σφαγή, η πρωθυπουργός συνεργάστηκε με τον Μακρόν για την προώθηση της «έκκλησης του Κράισττσερτς», που αποσκοπεί στην εξάλειψη από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κάθε περιεχομένου που ευνοεί την τρομοκρατία ή τον βίαιο εξτρεμισμό.

Έναν χρόνο μετά την τραγωδία, τον Μάρτιο του 2020, τη στιγμή που η νόσος Covid σάρωνε τον πλανήτη, η κυβέρνηση της Άρντερν ανακοίνωσε την πρόθεσή της να εξαλείψει την πανδημία στη νεοζηλανδική επικράτεια. Δύο μήνες αργότερα, μετά από αυστηρά περιοριστικά μέτρα, ο ιός δεν κυκλοφορούσε πλέον στη χώρα. Ενώ στον υπόλοιπο πλανήτη ο αριθμός των θυμάτων συνέχιζε να αυξάνεται σημαντικά, η ζωή στη Νέα Ζηλανδία έβρισκε ξανά τους –σχεδόν– κανονικούς ρυθμούς της. Τελικά, το ποσοστό θνησιμότητας από Covid αποδείχθηκε κατά 80% χαμηλότερο συγκριτικά με εκείνο των ΗΠΑ, γεγονός που σημαίνει ότι κατ’ αναλογία σώθηκαν 20.000 ζωές (6).

Οι Εργατικοί ανταμείφθηκαν με εντυπωσιακό τρόπο για την αντίδρασή τους σε αυτές τις δύο κρίσεις. Πέτυχαν μια δεύτερη νίκη στις εκλογές του 2020, αποσπώντας το 50% των ψήφων –η καλύτερη επίδοση του κόμματος τα τελευταία 74 χρόνια. Για πρώτη φορά μετά την εισαγωγή της απλής αναλογικής το 1996, ένα κόμμα συγκέντρωσε αρκετές ψήφους ώστε να κυβερνήσει μόνο του. Χάρη στην ιστορική δημοφιλία της πρώτης γυναίκας εκπροσώπου τους, οι Εργατικοί είχαν πλέον ελεύθερα τα χέρια τους. Αποδείχθηκαν όμως ανίκανοι να εκμεταλλευθούν αυτό το πολιτικό κεφάλαιο.

Μετά τα μέσα του 2021, η κατάσταση έγινε δύσκολη για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Όσο κι αν η φορολογική και η δημοσιονομική προσπάθεια που καταβλήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας αποδείχθηκε, σε σχέση με το ΑΕΠ της χώρας, από τις υψηλότερες του ΟΟΣΑ, αντί η κυβέρνηση της Άρντερν να προσφέρει άμεση ενίσχυση στους ιδιώτες που αντιμετώπιζαν σοβαρότατα οικονομικά προβλήματα, επικέντρωσε την κρατική βοήθεια στις επιχειρήσεις, μέσα από γενναιόδωρες φορολογικές απαλλαγές και επιδοτήσεις. Αυτό επέτρεψε βεβαίως στους μισθωτούς να διατηρήσουν την εργασία τους, προκάλεσε όμως μια μεταφορά πλούτου στις τσέπες των κατόχων κεφαλαίων, η οποία για το 2021 υπολογίστηκε σε 872 δισ. νεοζηλανδικά δολάρια (496 δισ. ευρώ) (7), κάτι που συνέβαλε σε μια νέα αύξηση της τιμής των ακινήτων.

Επιπλέον, το καλοκαίρι του 2022, ο πληθωρισμός στη χώρα ανήλθε στο 7,3%, επίπεδο πρωτοφανές για την τελευταία τριακονταετία (8). Αν και οι Εργατικοί ενέκριναν την επιθετική αύξηση των επιτοκίων από την Κεντρική Τράπεζα, αμέλησαν να προβούν σε ενέργειες που θα οδηγούσαν στην απόσβεση του σοκ: οι ενοικιαστές έλαβαν ως ενίσχυση μια επιταγή μόλις 350 δολαρίων, ενώ οι συνταξιούχοι και η πλειονότητα των δικαιούχων κοινωνικών επιδομάτων δεν έλαβαν τίποτε σχετικό. Όσο για τη μείωση της τιμής των εισιτηρίων στα μέσα μαζικής μεταφοράς, έπαψε μετά από έναν χρόνο. Και η κυβέρνηση παραιτήθηκε από κάθε πρόθεση να φορολογήσει τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων, και κυρίως των μεγάλων αλυσίδων του λιανικού εμπορίου.

Νίκη των λόμπι

Την στιγμή της παραίτησης της Άρντερν, τον Ιανουάριο του 2023, η εικόνα του κόμματος είχε ήδη αμαυρωθεί σημαντικά. Η αύξηση της εγκληματικότητας και ο πληθωρισμός μονοπωλούσαν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Οι μεγάλης εμβέλειας μεταρρυθμίσεις της ασφάλισης υγείας και του συστήματος ύδρευσης πλέον προκαλούσαν πιο πολύ διαμάχες παρά ενθουσιασμό. Άλλαξε και ο τρόπος με τον οποίο η κοινή γνώμη αντιμετώπισε την επανεμφάνιση του Covid: τα νέα περιοριστικά μέτρα που ελήφθησαν το 2021 δεν αντιμετωπίστηκαν πλέον καλοπροαίρετα, αλλά προκάλεσαν αισθήματα στέρησης και ματαίωσης. Για ένα τμήμα του εκλογικού σώματος, ιδίως στην επαρχία, η εικόνα της Άρντερν έγινε εξαιρετικά απωθητική. Ο Χίπκινς, ο νέος πρωθυπουργός, επέλεξε να εγκαταλείψει αρκετά περιβαλλοντικά προγράμματα ώστε να χρηματοδοτήσει ρυθμίσεις για την αύξηση της αγοραστικής δύναμης. Όμως, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, η ρητορική του, κατά κύριο λόγο επικεντρωμένη στους κινδύνους από την επιστροφή της Δεξιάς στην εξουσία, έπασχε από έλλειψη δυναμισμού συγκριτικά με εκείνη του 2017. Και το εκλογικό αποτέλεσμα αποδείχθηκε καταστροφικό για τους Εργατικούς.

Ποιος είναι ο απολογισμός αυτών των δύο κυβερνητικών θητειών; Οι Εργατικοί πολλαπλασίασαν τα επιδόματα, αύξησαν τον κατώτατο μισθό, ενίσχυσαν τα δικαιώματα των εργαζόμενων όπως και των ενοικιαστών, πολλαπλασίασαν τον αριθμό των κοινωνικών κατοικιών κ.λπ. Ωστόσο, σήμερα η στέγη κοστίζει ακριβότερα σε σχέση με την εποχή όπου η Άρντερν ανέλαβε τα καθήκοντά της. Οι ανισότητες όσον αφορά την περιουσιακή κατάσταση δεν μειώθηκαν –και το 1% των Νεοζηλανδών κατέχει το ένα τέταρτο του πλούτου της χώρας (9). Και στο πεδίο της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, οι κυβερνήσεις των Εργατικών υποχώρησαν μπροστά στα λόμπι και παραιτήθηκαν από το σχέδιό τους να θέσουν τέλος στην ευνοϊκή μεταχείριση που απολαμβάνει η γεωργία, ο τομέας της νεοζηλανδικής οικονομίας που πραγματοποιεί τις υψηλότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.

Όλα αυτά σημαίνουν άραγε ότι οι ψηφοφόροι έχουν ενστερνιστεί με ενθουσιασμό το πρόγραμμα του Εθνικού Κόμματος; Το Maori Party, το αριστερό κόμμα που υπερασπίζεται τα δικαιώματα των Μαορί, έχει ήδη καλέσει σε διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο της αναθεώρησης της συνθήκης του Γουαϊτάνγκι, του συνταγματικού κειμένου που σηματοδότησε την ίδρυση της Νέας Ζηλανδίας. Ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει επίσης δεσμευτεί να μειώσει το μέγεθος του δημόσιου τομέα, να καταργήσει τις κλαδικές συλλογικές διαπραγματεύσεις, να μειώσει τον φόρο ακίνητης περιουσίας, να περιορίσει τα δικαιώματα των ενοικιαστών και να ξαναρχίσει τις έρευνες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου σε θαλάσσιες περιοχές. Έτσι, ενώ τα λιγοστά επιτεύγματά της φαίνεται ότι απειλούνται, η νεοζηλανδική Αριστερά εισέρχεται σε μια βαθιά νύχτα. Η οποία πιθανότατα θα διαρκέσει πολύ.

Oliver Neas

Δημοσιογράφος στο Ουέλιγκτον
Μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Βλ. Serge Halimi, «La Nouvelle-Zélande, éprouvette du capitalisme total», «Le Monde diplomatique», Απρίλιος 1997.

(2Βλ. ΟΟΣΑ, «Social expenditure database», www.oecd.org, και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), «Global housing watch», Ιούλιος 2016, www.imf.org.

(3Dan Satherley, «Homelessness proves capitalism is a “blatant failure” – Jacinda Ardern», Newshub, 21 Οκτωβρίου 2017.

(4Vernon Small, «Labour-Greens have signed up to a joint position on surpluses, cutting debt», Stuff, 24 Μαρτίου 2017.

(5Zane Small, «Labour’s flagship policy: Where did KiwiBuild go wrong?», Newshub, 4 Σεπτεμβρίου 2019.

(6Serena Solomon, «New Zealand Covid response saved 20,000 lives, study says», «The Guardian», Λονδίνο, 6 Οκτωβρίου 2023.

(7«Our counterproductive Covid “rekovery”», The Kaka by Bernard Hickey, 30 Νοεμβρίου 2021.

(8Stats NZ / Tatauranga Aotearoa (Στατιστική Υπηρεσία της Νέας Ζηλανδίας), «Annual inflation at 7.3 percent, 32-year high», 18 Ιουλίου 2022.

(9Max Rashbrooke, «Has Labour worsened inequality?», The Spinoff, 13 Ιουνίου 2023.

Μοιραστείτε το άρθρο