el | fr | en | +
Accéder au menu

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Στην αίθουσα επισκεπτηρίου με τον Τζούλιαν Ασάνζ

Ο συγγραφέας Τσαρλς Γκλας επισκέφθηκε τον Τζούλιαν Ασάνζ στις φυλακές του Μπέλμαρς, εν όψει της επικείμενης απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου, στις 20 και 21 Φεβρουαρίου 2024. Η απόφαση θα κρίνει εάν ο Τζούλιαν Ασάνζ θα μπορεί να ασκήσει και πάλι έφεση ή εάν θα εκδοθεί άμεσα στις ΗΠΑ, όπου κινδυνεύει να καταδικαστεί σε 175 χρόνια κάθειρξης, βάσει του νόμου κατά της κατασκοπείας. Το έγκλημά του είναι ότι κατήγγειλε τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ.

Είναι δυόμισι μετά το μεσημέρι, Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου, και είναι η στιγμή όπου ο Τζούλιαν Ασάνζ κάνει την είσοδό του στον χώρο επισκεπτών της φυλακής υψηλής ασφάλειας του Μπέλμαρς, στα νοτιοανατολικά του Λονδίνου (1). Με το ύψος του ενός μέτρου και ογδόντα οκτώ εκατοστών, τη λευκή χαίτη και τα καλοκουρεμένα γένια του, ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος και ιδρυτής του WikiLeaks ξεχωρίζει στην ουρά των κρατουμένων. Μισοκλείνοντας τα μάτια, ρίχνει ένα διερευνητικό βλέμμα στην αίθουσα, ψάχνοντας να βρει κάποιο οικείο πρόσωπο μέσα στο πλήθος από συζύγους, αδελφές, γιους και πατέρες κρατουμένων. Τον περιμένω στο μέρος που μου έχει υποδειχθεί, το σημείο D-3 —μια νησίδα ανάμεσα σε καμιά σαρανταριά παρόμοιες, που αποτελείται από ένα μικρό χαμηλό τραπέζι και τρεις ταπετσαρισμένες καρέκλες, δύο μπλε και μία κόκκινη, βιδωμένες στο παρκέ που θυμίζει δάπεδο γηπέδου μπάσκετ. Οι ματιές μας συναντιούνται, προχωράμε μπροστά και αγκαλιαζόμαστε. Πάνε έξι χρόνια που δεν έχουμε ειδωθεί. Δεν μπορώ να αντισταθώ και ξεστομίζω: «Είσαι λίγο χλωμός». Με ένα κατεργάρικο χαμόγελο που γνωρίζω καλά, απαντά: «Αυτό το λέμε χλωμάδα του φυλακισμένου».

Αφότου βρήκε καταφύγιο στη μικροσκοπική πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 2012, ο Τζούλιαν δεν έχει ξεμυτίσει στον έξω κόσμο —εκτός από το ένα λεπτό που χρειάστηκε για να τον πετάξουν οι αστυνομικοί μέσα στην κλούβα τους. Εδώ, όπου είναι φυλακισμένος από τις 11 Απριλίου του 2019, δεν τον αφήνουν να δει το φως της ημέρας. Είναι κλεισμένος στο κελί του είκοσι τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο και η μοναδική ώρα «περιπάτου» για εκείνον περνά μέσα σε τέσσερις τοίχους, υπό το βλέμμα των φρουρών του.

Οι διαδικασίες καταγραφής και ασφαλείας ξεκινούν στο κέντρο υποδοχής επισκεπτών, ένα μονώροφο κτίσμα, ξεχωριστό από τη φυλακή και θλιβερό σαν κυλικείο της δεκαετίας του 1950 σε κάποιον πίνακα του Έντουαρντ Χόπερ: φτηνά τραπέζια, ταλαιπωρημένες καρέκλες, μουντό φως, σειρές από θυρίδες με τζαμένιες πόρτες κατά μήκος των τοίχων. Μια διαχυτική κυρία μού προτείνει να πάρω έναν καφέ, καθώς έχω φτάσει νωρίτερα. Κατευθύνομαι προς ένα υποτυπώδες κουζινάκι, όπου ένας άντρας ρίχνει βραστό νερό σε στιγμιαίο καφέ στον πάτο μια κούπας.

Είκοσι λεπτά αργότερα, η πόρτα ενός παρακείμενου γραφείου ανοίγει και αρχίζει να σχηματίζεται η ουρά για την απόκτηση του πάσου. Τρεις ένστολες αστυνομικοί είναι καθισμένες πίσω από ένα υπερυψωμένο γκισέ. Όταν αναφέρω το όνομά μου, η γυναίκα που βρίσκεται απέναντί μου κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή της: «Είστε εδώ για τον κύριο Ασάνζ;» Ευγενική, σχεδόν καλοσυνάτη, παίρνει τα αποτυπώματα των δύο δεικτών μου και μου κάνει νόημα να κοιτάξω την κάμερα που είναι στερεωμένη επάνω από τα κεφάλια μας για τη φωτογραφία.

Παρατηρώντας τα τρία βιβλία που σκοπεύω να δώσω στον Τζούλιαν, με καλεί να τα δείξω στη διπλανή της. Εκτός από το τελευταίο δοκίμιό μου, το Soldiers Don’t Go Mad —η ιστορία ενός ψυχιατρικού νοσοκομείου για αξιωματικούς που είχαν υποστεί σοκ κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο— έχω φέρει το καινούργιο μυθιστόρημα του Σεμπάστιαν Φοκς The Seventh Son, καθώς και το Pegasus: The Story of the World’s Most Dangerous Spyware, μια έρευνα για το λογισμικό παρακολούθησης Pegasus του Λωράν Ρισάρ και της Σαντρίν Ριγκό. Η συνομιλήτριά μου ανακαλύπτει την αφιέρωση προς τον Ασάνζ που έχω γράψει στη σελίδα με τον τίτλο του βιβλίου μου και με ενημερώνει ότι είναι αδύνατο να του παραδοθεί. «Για ποιον λόγο;» —η ερώτηση που δεν πρέπει να κάνεις μέσα σε μια φυλακή. Απάντηση: τα βιβλία για τους κρατούμενους δεν πρέπει να έχουν τίποτα γραμμένο επάνω τους. Διαμαρτύρομαι: δεν είναι μυστικός κώδικας, είναι απλώς η υπογραφή μου σε ένα βιβλίο που έχω γράψει. Αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Είναι ο κανόνας. Μου ζητά να περάσω στην καφετέρια και να περιμένω όσο εκείνη πάει να δει τι ισχύει για τους άλλους δύο τόμους.

Στο μεταξύ, η ουρά των επισκεπτών έχει μακρύνει. Οι νέες αφίξεις αποτελούνται κυρίως από γυναίκες, ορισμένες μαζί με μωρά ή με μικρά παιδιά. Σύντομα, η αστυνομικός με ξαναφωνάζει και με ενημερώνει ότι ο Ασάνζ δεν μπορεί να παραλάβει κανένα βιβλίο όσο δεν αφαιρεί κάποια από το κελί του. Για ποιον λόγο; «Κίνδυνος πυρκαγιάς», απαντά εκείνη, με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα στον κόσμο.

Εφοδιασμένος με το πάσο μου, ένα καρτελάκι όπου αναγράφεται «Μπέλμαρς, φυλακή της Α[υτού] Μ[εγαλειότητος] – κοινωνικός επισκέπτης 2199» κρεμασμένο από τον λαιμό, αφήνω τα απορριφθέντα βιβλία και τα περιεχόμενα της τσέπης μου μέσα σε μια θυρίδα, κρατώντας μόνο λίγα μετρητά —τις 25 στερλίνες (29 ευρώ) που επιτρέπονται— για να μπορώ να αγοράσω κάτι να τσιμπολογάμε όταν θα είμαι μέσα. Ύστερα μπαίνω και εγώ στην παρέλαση των επισκεπτών και διασχίζουμε μια αυλή για να φτάσουμε στο κτίριο της φυλακής. Μόνο αφού μας ελέγξουν και μας ψάξουν και πάλι, περάσουμε από ακτίνες Χ και μας μυρίσει ένα όμορφο Γκόλντεν Ριτρίβερ εκπαιδευμένο να ανιχνεύει ναρκωτικά, μπαίνουμε επιτέλους στην αίθουσα του επισκεπτηρίου.

Να ’μαστε τώρα καθισμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, ο Τζούλιαν σε μία από τις δύο μπλε καρέκλες, εγώ στην κόκκινη, υπό το βλέμμα των καμερών που είναι κρυμμένες μέσα σε γυάλινους γλόμπους στο ταβάνι. Μην ξέροντας πολύ καλά πώς μπω στο θέμα, τον ρωτώ εάν θα ήθελε να πιει ή να φάει κάτι, δείχνοντας το μικρό σνακ μπαρ που είναι λίγο πιο πέρα. Μήπως θέλει να έρθει μαζί μου για να διαλέξει ό,τι του αρέσει; Αδύνατο, μου λέει. Απαγορεύεται. Οπότε σημειώνω την παραγγελία του —δύο ζεστές σοκολάτες, ένα σάντουιτς τυρί-αγγουράκι τουρσί, ένα Snickers— και πηγαίνω να περιμένω τη σειρά μου μπροστά στο κιόσκι, που λειτουργεί σε εθελοντική βάση από μέλη των Σαμαρειτών του Μπέξλεϊ και Ντάρτφορντ. Σάντουιτς τέλος, ανακοινώνει ο άντρας πίσω από τον πάγκο. Δεν μου μένει παρά να επιλέξω μέσα από μια ποικιλία από σαβουροτροφές: τσιπς, μπάρες σοκολάτας, αναψυκτικά, μάφιν…

Όταν επιστρέφω στο τραπέζι μας με τον δίσκο μου, παρατηρώ ότι ο Τζούλιαν έχει αλλάξει θέση. Οι μπλε καρέκλες προορίζονται για τους επισκέπτες και ένας φύλακας του έδωσε εντολή να καθίσει εκεί που πρέπει. Τον ρωτώ γιατί εδώ δεν βρίσκεις τίποτα άλλο εκτός από ανθυγιεινό φαγητό. Χαμογελά: και πού να έβλεπα τι τους σερβίρουν στη φυλακή για δύο στερλίνες ανά ημέρα και ανά κρατούμενο! Κουάκερ για πρωινό, αραιό ζωμό για μεσημεριανό και κάτι εξίσου λιτό για το δείπνο.

Ο Τζούλιαν είχε φανταστεί ότι στη φυλακή θα γευμάτιζαν όλοι μαζί σε μακριά τραπέζια, όπως στις ταινίες. Στο Μπέλμαρς, οι φύλακες σπρώχνουν το φαγητό μέσα στα κελιά και οι κρατούμενοι τρώνε μόνοι τους. Δύσκολο να κάνεις φίλους υπό τέτοιες συνθήκες. Με εξαίρεση έναν ηλικιωμένο κύριο που έχει ήδη περάσει επτά χρόνια πίσω από αυτά τα κάγκελα, ο Τζούλιαν, με τα τεσσεράμισι χρόνια του, είναι ο παλαιότερος τρόφιμος. Μου μιλά για τις απανωτές αυτοκτονίες, μία από τις οποίες συνέβη την προηγούμενη νύχτα κιόλας.

Του ζητώ συγγνώμη που δεν του έχω φέρει βιβλία: απ’ ό,τι μου είπαν, θα υπερέβαινε το όριό του. Μοιάζοντας να το διασκεδάζει, μου εξηγεί τι ακριβώς συμβαίνει. Τους πρώτους μήνες, δικαιούνταν περίπου δώδεκα βιβλία. Κατόπιν το όριο έγινε δεκαπέντε. Συνέχισε να ζητά περισσότερα. Στα πόσα είναι σήμερα; «Διακόσια τριάντα δύο.» Είναι η σειρά μου να χαμογελάσω.

Και τι απέγινε το ραδιόφωνο είχε αποκτήσει με σκληρό αγώνα τον πρώτο χρόνο της φυλάκισής του; Το έχει ακόμη, αλλά δεν λειτουργεί πια: έχει σπάσει το φις. Σύμφωνα με τον κανονισμό, κάθε κρατούμενος δικαιούται να έχει μία συσκευή ραδιοφώνου που θα αγοράσει από το κατάστημα των φυλακών, ωστόσο η διεύθυνση ισχυριζόταν ότι δεν υπήρχε κανένα διαθέσιμο για τον Ασάνζ. Μαθαίνοντάς το, του είχα στείλει ένα ραδιόφωνο, το οποίο μου επιστράφηκε, και κατόπιν ένα βιβλίο που περιέγραφε πώς να φτιάξεις ένα ραδιόφωνο, το οποίο μου επιστράφηκε επίσης. Ύστερα από λίγους μήνες, ζήτησα τη βοήθεια ενός από τους πιο γνωστούς Βρετανούς πρώην ομήρους της Χεζμπολάχ. Ο άνθρωπος αυτός δήλωνε δημοσίως πως το γεγονός ότι μπορούσε να ακούει το BBC σε ένα ραδιόφωνο που του είχαν δώσει οι απαγωγείς του τον είχε γλιτώσει από την τρέλα. Τον παρακάλεσα να γράψει ένα γράμμα προς τον διευθυντή της φυλακής. Εάν ο Τύπος αποκάλυπτε ότι το Μπέλμαρς στερούσε από τον Ασάνζ ένα προνόμιο που ακόμα και η Χεζμπολάχ δεν αρνούνταν στους αιχμαλώτους της, θα προκαλούσε κακή εντύπωση. Έτσι, στο τέλος, ο Τζούλιαν απέκτησε το ραδιόφωνό του. Θα ήθελε μήπως να επιμείνω στη διεύθυνση ώστε να επιδιορθωθεί; Όχι, μου λέει, υπάρχει κίνδυνος να βρει μπελάδες χωρίς λόγο.

Και τότε πώς καταφέρνει να παραμένει σε επαφή με όσα συμβαίνουν, αυτός που δεν μπορεί χωρίς ενημέρωση; Η φυλακή τού επιτρέπει να διαβάζει τυπωμένα άρθρα και υπάρχουν φίλοι που του γράφουν. Όταν παρατηρώ ότι, με τους πολέμους στην Ουκρανία και στη Γάζα, η περίοδος φαίνεται να ευνοεί νέες αποκαλύψεις από το WikiLeaks, ο Τζούλιαν σκυθρωπιάζει. Δυστυχώς, η οργάνωσή του δεν έχει πια την ικανότητα να φέρνει στο φως τα εγκλήματα πολέμου και τα σκάνδαλα διαφθοράς. Το στέρεμα των χρηματοδοτήσεων, η δική του φυλάκιση και η παρακολούθηση από την αμερικανική κυβέρνηση αποθαρρύνουν τους πιθανούς μάρτυρες. Και φοβάται πως τα άλλα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν τη διάθεση να πάρουν τη σκυτάλη.

Το Μπέλμαρς, σε αντίθεση με πολλά άλλα σωφρονιστικά ιδρύματα, δεν προσφέρει ούτε προγράμματα κατάρτισης ούτε ομαδικές δραστηριότητες όπως εξάσκηση σε μουσική και αθλήματα ή έκδοση περιοδικού εσωτερικής κυκλοφορίας. Αν και οι περίπου επτακόσιοι τρόφιμοι είναι προφυλακισμένοι εν αναμονή της δίκης ή του αποτελέσματος της έφεσής τους, υπόκεινται σε ένα αυστηρά τιμωρητικό καθεστώς. Ο λόγος είναι ότι ανήκουν στην κατηγορία Α —άτομα που κατηγορούνται για τρομοκρατία, φόνο ή πράξεις σεξουαλικής βίας και «αποτελούν τη σοβαρότερη απειλή για τον πληθυσμό, τις αστυνομικές δυνάμεις ή την εθνική ασφάλεια».

Η ώρα του επισκεπτηρίου πλησιάζει στο τέλος της. Σηκωνόμαστε και αγκαλιαζόμαστε. Ενώ οι οικογένειες κατευθύνονται προς την έξοδο, οι φυλακισμένοι παραμένουν καθισμένοι. Σε ένα λεπτό θα αναπνέω τον αέρα της ελευθερίας: εκείνος θα έχει επιστρέψει στο κελί του. Εκτός από αυτές τις περιστασιακές επισκέψεις, όλες οι ημέρες του είναι ίδιες: ο στενός χώρος, η μοναξιά, τα βιβλία, οι αναμνήσεις —και η ελπίδα για επιτυχή έκβαση της τελευταίας έφεσής του κατά της έκδοσης και της ισόβιας κάθειρξης στις ΗΠΑ.

Charles Glass

Συγγραφέας, δημοσιογράφος, ραδιοφωνικός παρουσιαστής και εκδότης, ειδικός επί των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ευρώπη. Το τελευταίο βιβλίο του είναι το Soldiers Don’t Go Mad: A Story of Brotherhood, Poetry, and Mental Illness During the First World War (Penguin Press, 2023).
Μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στο μηνιαίο περιοδικό «The Nation» (2 Ιανουαρίου 2024).

Μοιραστείτε το άρθρο