el | fr | en | +
Accéder au menu

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ισραήλ-Παλαιστίνη: Δύο φόβοι διασταυρώνονται

Ο φόβος της επανεμφάνισης μιας βίαιης εβραιοφοβίας βρίσκεται αντιμέτωπος με εκείνον της επανάληψης της Νάκμπα, του παλαιστινιακού διωγμού του 1948. Αν και θα πρέπει να συνεκτιμηθούν και οι δύο αυτές αγωνίες προκειμένου να σχεδιαστεί η ειρήνη, δεν θα πρέπει να λησμονούμε πως, σε αυτόν τον πόλεμο, οι Παλαιστίνιοι είναι οι πιο αδύναμοι και οι λιγότερο προστατευμένοι.

Με την αιματηρή εισβολή της Χαμάς στο ισραηλινό έδαφος στις 7 Οκτωβρίου και με τις τρομακτικές σφαγές που διέπραξαν οι μονάδες της, τις οποίες αμέσως ακολούθησε μια ανταπάντηση από το Ισραήλ πρωτοφανούς εύρους, διάρκειας και ανθρώπινου κόστους, η ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη άλλαξε κλίμακα και φύση. Μπορεί να άλλαξε και το μέλλον της. Περισσότερο από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη συνθήκη αποικιοκρατίας, το πάθος που διακρίνει τη σύγκρουση αυτή παραμένει, από τη δημιουργία του ισραηλινού κράτους το 1948, ένα πολιτικό δεδομένο. Έχει γίνει πολύς λόγος για το μίσος. Συχνά ο φόβος είναι εκείνος που το δημιουργεί. Και στις δύο πλευρές, την ισραηλινή όπως και την παλαιστινιακή, μάλλον ο δεύτερος παρά το πρώτο είναι εκείνος που διαμορφώνει τις συλλογικές μνήμες και τα αφηγήματά τους.

Γνωρίζουμε τις αιτίες για τον φόβο των Εβραίων: έχει τις ρίζες του σε μια μακραίωνη ιστορία διώξεων, που στην Ευρώπη κατέληξαν στη ναζιστική ιουδαιοκτονία. Ακόμα και πριν από το Ολοκαύτωμα, αυτή η προγονική φοβία είχε τροφοδοτηθεί από την αντισημιτική βία, η οποία κατέληξε να γεννήσει τον σιωνισμό, μια μορφή εθνικισμού που υποτίθεται ότι θα προσέφερε στους Εβραίους μια πατρίδα ικανή να τους παρέχει προστασία. Από το 1948, και κυρίως με τη σταδιακή εδραίωση του Ισραήλ ως στρατιωτικής δύναμης ικανής να αψηφήσει το διεθνές δίκαιο χάρη στη στρατιωτική ισχύ του και την αδιάπτωτη στήριξη των ΗΠΑ, ο συγκεκριμένος χαρακτήρας του φόβου φάνηκε να εξανεμίζεται: το Ισραήλ ήταν ισχυρό, το κράτος μπορούσε να υπερασπιστεί τους κατοίκους του και δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από τη διαρκή αλλά ελεγχόμενη εχθρική συμπεριφορά του άμεσου περίγυρού του. Για μια μεγάλη μερίδα των Εβραίων του κόσμου, ακόμα και εάν δεν εγκαθίσταντο εκεί, το Ισραήλ —πιθανό καταφύγιο στην περίπτωση αναζωπύρωσης του αντισημιτισμού— ήταν μια εγγύηση ασφάλειας, ένα είδος ασφαλιστηρίου ζωής. Αυτός εξάλλου είναι ένας από τους λόγους που κάποιοι εξ αυτών επέδειξαν τόσο μεγάλη συγκαταβατικότητα απέναντι στην επιχείρηση εποικισμού εκ μέρους του Ισραήλ και στην υπονόμευση κάθε δυνατότητας οικοδόμησης ενός παλαιστινιακού κράτους, η οποία ωστόσο περιλαμβανόταν στο σχέδιο διαμοιρασμού του ΟΗΕ το 1947. Η 7η Οκτωβρίου ανέτρεψε εκείνο που με το πέρασμα των χρόνων είχε γίνει μια βολική βεβαιότητα. Διότι, για πρώτη φορά, η Χαμάς χτύπησε στο εσωτερικό της διεθνώς αναγνωρισμένης ισραηλινής επικράτειας, δεδομένου ότι μπόρεσε να σφαγιάσει εκατοντάδες αμάχους προτού καταφέρει να επέμβει ένας στρατός με τη φήμη του αήττητου. Οπότε δεν υπάρχει πλέον καταφύγιο και οι Ισραηλινοί ξανασυνδέονται με τον προγονικό εβραϊκό φόβο, που είχε γίνει πια ξένος για εκείνους.

Εκείνο όμως που πολλοί Ισραηλινοί δεν θέλουν να δουν είναι ο ανακλαστικός φόβος που έχουν πυροδοτήσει, ο φόβος της απέναντι πλευράς. Ένας φόβος κολλημένος στη μνήμη κάθε Παλαιστίνιου από την εποχή της Νάκμπα, της καταστροφής που συντελέστηκε με την απέλαση χωρίς επιστροφή σχεδόν 800.000 συμπατριωτών τους. Η εθνοκάθαρση που διαπράχθηκε το 1948 από το κράτος που μόλις γεννιόταν –και είναι συνυφασμένη με τη δημιουργία του– δύσκολα μπορεί να ξεχαστεί, καθώς μάλιστα συνεχίζεται με ποικίλους τρόπους. Η κατάκτηση από το Ισραήλ του συνόλου της πρώην Παλαιστίνης υπό βρετανική εντολή τον Ιούνιο του 1967 και η συστηματική επιχείρηση εποικισμού που την διαδέχθηκε, όπως και η «ιουδαιοποίηση» της Ιερουσαλήμ, που ανακηρύχθηκε «αιώνια πρωτεύουσα» του Ισραήλ, συντηρούν αδιαλείπτως τον φόβο των Παλαιστινίων ότι θα στερηθούν και το λίγο που τους απέμενε από τα εδάφη τους. Η άφιξη στην εξουσία του πιο ακραίου τμήματος της ισραηλινής Δεξιάς το 2021, με εκλογική βάση του τους εποίκους της Δυτικής Όχθης, έκανε τον φόβο αυτό καθημερινό σύντροφο των Παλαιστίνιων κατοίκων της, που υπόκεινται στις βιαιότητες των πολιτοφυλακών των εποίκων και στις στερήσεις περιουσιών και αγαθών που τις συνοδεύουν.

Ο πόλεμος που ξεκίνησε στις 8 Οκτωβρίου με πεδίο τη Γάζα μετέτρεψε τον φόβο σε πανικό. Η ισραηλινή επιχείρηση εξάρθρωσης της Χαμάς, που μεταφράζεται σε μεθοδική καταστροφή κάθε πιθανότητας για ζωή μέσα στον θύλακα, στην πραγματικότητα συνοδεύεται από την επιθυμία να εκκενωθεί, τουλάχιστον εν μέρει, από τους κατοίκους του. Κάποια στιγμή υπήρξε η σκέψη της απέλασής τους προς το Σινά, ωστόσο για την ώρα προσκρούει στην αντίθεση της Αιγύπτου να τους φιλοξενήσει στο έδαφός της. Ο βίαιος εκτοπισμός εκατοντάδων χιλιάδων Παλαιστινίων στο εσωτερικό της ίδιας της Γάζας δίνει μια ιδέα για το πώς θα μπορούσε να είναι η μαζική απέλασή τους από αυτά τα εδάφη εάν το Ισραήλ αφεθεί ελεύθερο να εφαρμόσει το πρόγραμμα των εξτρεμιστών του. Οι εικόνες του πλήθους του κόσμου που αναγκάστηκε να βρεθεί στον δρόμο ζωντανεύουν τις πληγές της πρώτης εξορίας και εύλογα εγείρουν ανησυχία για μια δεύτερη.

Ο Γιτζάκ Ράμπιν είδε στους δρόμους το ομοίωμά του μεταμφιεσμένο σε Φύρερ

Καθένας από τους δύο φόβους περιέχει το δικό του μερίδιο αλήθειας, αντλημένο από τις αντίστοιχες ιστορικές εμπειρίες των δύο λαών που βρίσκονται αντιμέτωποι. Μολαταύτα, στο σημερινό πλαίσιο, οι φόβοι αυτοί δεν είναι ισοδύναμοι. Διότι δεν ξεκίνησαν τα πάντα στις 7 Οκτωβρίου, όπως επιχειρούν να πείσουν την παγκόσμια κοινή γνώμη οι Ισραηλινοί ηγέτες και οι υποστηρικτές τους. Δεν μπορούμε να κάνουμε να ξεχαστεί το γεγονός ότι στην τρέχουσα αντιπαράθεση υπάρχει ένας κατακτητής και ένας κατακτημένος. Και ενώ ο Παλαιστίνιος κατακτημένος δεν προστατεύεται από κανέναν, ο Ισραηλινός κατακτητής διαθέτει ένα οπλοστάσιο που για την ώρα προστατεύει το κράτος του από κάθε κίνδυνο για την ύπαρξή του, ό,τι και να λένε επ’ αυτού οι κόλακές του. Σίγουρα, ο στρατός και οι υπηρεσίες πληροφοριών του δεν μπόρεσαν να προβλέψουν την επίθεση της Χαμάς. Ωστόσο, ο κατακλυσμός πυρών που έπληξε τη Γάζα δείχνει ότι η ισχύς του δεν έχει τρωθεί και ότι σκοπεύει να την χρησιμοποιήσει με τρόπο που ξεπερνά κάθε λογική όσο δεν υπάρχει συμφωνία για οριστική κατάπαυση του πυρός.

Το ισραηλινό κράτος, ωστόσο, βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα ανεπίλυτο παράδοξο: οφείλει να δείξει ότι η ισχύς του δεν έχει όρια, επειδή μόνο έτσι μπορεί να σπείρει τον τρόμο στον αντίπαλό του, συντηρώντας όμως παράλληλα τον φόβο μεταξύ των πολιτών του. Οφείλει να είναι αήττητο, αλλά οι Ισραηλινοί θα πρέπει να αισθανθούν για ακόμη μία φορά ότι απειλούνται από έναν θανάσιμο κίνδυνο. Το μόνο εργαλείο που βρέθηκε για να συνταιριαστούν αυτές οι αντιφατικές απαιτήσεις είναι η προσφυγή στην ανάμνηση του ναζισμού και της γενοκτονίας. Οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι πάντα την εργαλειοποιούσαν. Ο ένας μετά τον άλλον, οι Άραβες και οι Παλαιστίνιοι ηγέτες που ήταν εχθρικοί απέναντι στο Τελ Αβίβ ή στην πολιτική του, από τον Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ έως τον Γιάσερ Αραφάτ, αντιμετωπίστηκαν ως «Χίτλερ». Ακόμα και στο εσωτερικό της χώρας, οι αξιωματούχοι που είχαν αντιληφθεί την αναγκαιότητα να γίνουν παραχωρήσεις προκειμένου να οικοδομηθεί η ειρήνη δέχθηκαν τον ίδιο δυσφημιστικό χαρακτηρισμό και, πριν από τη δολοφονία του από τους συνοδοιπόρους εκείνων που σήμερα βρίσκονται στην εξουσία, ο Γιτζάκ Ράμπιν είδε το ομοίωμά του να περιφέρεται στους δρόμους μεταμφιεσμένο σε Φύρερ. Μετά τις 7 Οκτωβρίου, η εργαλειοποίηση αυτή έφτασε στο αποκορύφωμά της. Δεν υπάρχει ισραηλινή ανακοίνωση όπου να μην γίνεται χρήση του όρου «πογκρόμ» για να περιγραφούν οι σφαγές της Χαμάς ή που να μην γίνεται αναφορά στις πιο τραγικές ώρες της εβραϊκής ιστορίας στην Ευρώπη προκειμένου να συσπειρωθεί υπό το καθεστώς του τρόμου μιας επικείμενης καταστροφής μια κατά τα άλλα βαθιά κατακερματισμένη κοινωνία. Το αποκορύφωμα ήρθε με την απόφαση του πρεσβευτή του Ισραήλ στον ΟΗΕ να φορέσει το κίτρινο άστρο στους χώρους του οργανισμού για να καταγγείλει κάποιου είδους γενοκτονική επιείκεια εκ μέρους των Ηνωμένων Εθνών απέναντι στον αντισημιτισμό. Με δυο λόγια, κάθε στάση που αποκλίνει από την άνευ όρων στήριξη της ισραηλινής πολιτικής φέρεται να πηγάζει από ναζιστική συμπεριφορά.

Ως συνήθως, αντί να προσπαθήσουν να ηρεμήσουν την κατάσταση, οι περισσότεροι από τους ηγέτες και τους διαμορφωτές κοινής γνώμης στη Δύση κάνουν και εκείνοι κατάχρηση του λεξιλογίου αυτού μέσω μιας διαστρεβλωμένης αναδρομής στο παρελθόν. Όσο αποκρουστικές και αν είναι, οι δολοφονίες που διαπράχθηκαν στις 7 Οκτωβρίου από ένα φονταμενταλιστικό κίνημα με ολοκληρωτικό λογισμικό, όπως και ο ψυχικός τραυματισμός που υπέστη εκείνη τη μέρα το Ισραήλ, δεν μπορούν εξισωθούν με τη μνήμη του Ολοκαυτώματος. Η ιστορία ποτέ δεν επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο. Αλλά οι Ευρωπαίοι δεν παύουν να προσπαθούν να απαλλαγούν από το βάρος μιας γενοκτονίας της οποίας είναι οι μόνοι δράστες, μετατοπίζοντας την έννοια της λέξης προς τη Χαμάς, που ανάχθηκε σε σύγχρονη ενσάρκωση του ναζισμού. Κανένας μέσα από τους φορείς του ευρωπαϊκού ή του αμερικανικού ιουδαϊσμού δεν αντιτάχθηκε σε αυτή την εργαλειοποίηση του εβραϊκού μαρτυρίου, που φτάνει στα όρια της ξεδιαντροπιάς. Η μόνη επικριτική φωνή προήλθε —τυχαία άραγε;— από τον πρόεδρο του μνημείου του Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ Ντάνι Νταγιάν, ο οποίος ανέφερε τα εξής: «Αισθανθήκαμε θλίψη βλέποντας τα μέλη της ισραηλινής αντιπροσωπείας στον ΟΗΕ να φορούν κίτρινο άστρο (…). Η πράξη αυτή εξευτελίζει και τα θύματα του Ολοκαυτώματος και το κράτος του Ισραήλ. Το κίτρινο άστρο συμβολίζει την αδυναμία του εβραϊκού λαού και την εξάρτησή του από τους άλλους. Σήμερα, έχουμε μια ανεξάρτητη χώρα και έναν ισχυρό στρατό. Είμαστε κύριοι της μοίρας μας».

Θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι αυτές οι ακραίες υπερβολές ενέχουν τον κίνδυνο να καταλήξουν στο αντίθετο αποτέλεσμα από το αναμενόμενο. Αυτού του είδους η ρητορική έχει λάβει τόσο παραληρηματικές διαστάσεις ώστε είναι πλέον έτοιμη να αυτοκαταστραφεί, καθώς οι Ισραηλινοί ηγέτες και οι δυτικοί ομόλογοί τους δεν είναι πια οι μόνοι που την χρησιμοποιούν. Η αδυσώπητη πολιορκία της Γάζας, οι χιλιάδες νεκροί άμαχοι, οι βομβαρδισμοί που πλήττουν χωρίς διάκριση οποιοδήποτε κτίριο και οποιαδήποτε τοποθεσία οδηγούν σε μακάβριες συγκρίσεις, ενώ ορισμένοι δεν δίστασαν να επικαλεστούν την ανάμνηση του γκέτο της Βαρσοβίας για να χαρακτηρίσουν τη μεταχείριση που επιβλήθηκε στον πληθυσμό της Γάζας. Έτσι, στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης, το Ισραήλ δείχνει σταδιακά να αφήνει το στρατόπεδο των θυμάτων για να ενταχθεί σε εκείνο των δημίων. Είναι φανερό ότι οι κυβερνήτες της χώρας δεν έχουν αναγνωρίσει το μέγεθος αυτής της μεταστροφής, που δημιουργεί το ενδεχόμενο να θέσει σε κίνδυνο μέχρι και το μέλλον του Ισραήλ. Διότι η μόνη δικαιολογία που μπορούσε να επικαλεστεί μέχρι τώρα τούτο το κράτος ήταν πως επρόκειτο για το κράτος ενός κατατρεγμένου λαού και των απογόνων του. Υπονομεύοντας αυτό το κεφάλαιο, η ύβρις του Ισραήλ ανοίγει ένα βάραθρο μέσα στο οποίο κινδυνεύει να πέσει το ίδιο. Ο λεκτικός αφοπλισμός είναι κι αυτός ένας όρος όχι μόνο για την ειρήνη, αλλά και για την επιβίωση της χώρας.

Sophie Bessis

Ιστορικός
Μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

Μοιραστείτε το άρθρο